Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2005

Υπάρχει ελπίς (;)

«Δώσατε με την παρουσία σας την πνοή της νεότητας και της ζωντάνιας, της φρεσκάδας και αδιάφθορης σκέψης σας...»... «είναι ζωντανές και ρηξικέλευθες οι απόψεις σας»... «οι νέοι μας βάζουν τα γυαλιά». Εγκωμιαστικά -και μόνο- σχόλια για τους εφήβους που ελάλησαν στη Βουλή. Συγχαρητήρια και κολακείες από τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων για μια νέα γενιά που δεν αμφισβητεί τη παλαιότερη. Που καταγγείλει την ανεργία, λες και υπάρχει κανείς που την υπερασπίζεται, το ρατσισμό αλλά στρέφει με βδελυγμία το κεφάλι της στον κατώτερο Αλβανό, μιλάει για αλύτρωτες πατρίδες, υπεραμύνεται της πίστης μας - και μαθαίνει να ζητάει... Περισσότερα χρήματα για εκείνο για το άλλο, ό,τι κάνει δηλαδή κάθε συνδικαλιστική ομάδα, κάθε κόμμα.

Μια γενιά, που εγκλωβισμένη στα συστήματα εισαγωγής και στις εκπαιδευτικές πρακτικές αποστήθισης, σπρώχνεται να υιοθετήσει και τις υπάρχουσες απόψεις της ελληνικής κοινωνίας. Μια Βουλή των Εφήβων (στο υστερόγραφο φαίνεται ο τρόπος διαλογής /επιλογής τους) που είναι καθ' εικόνα και καθ' ομοίωση με τη Βουλή των Ενηλίκων. Ακίνδυνοι διαφωνούντες που φέρνουν κάτι από Λεβέντη (τον γνωστό καταγγέλλοντα πολιτευτή στο κανάλι...)Συγχωρήστε με αλλά βρίσκω άθλιους τους προβληματισμούς από όλα αυτά τα politicaly correct σχολιαρόπαιδα καθώς και τους αντίστοιχους πανηγυρισμούς... Και την άποψη αυτή σφραγίζει το χειροκρότημα της κοινωνίας μας. Αν αυτά αποτελούν τον ανθό της νεολαίας μας, τότε μια καλή συνταγή είναι χυλοπίτες Είναι ένα παιχνίδι που παίζαμε παλιά με την παρέα των ταξιδιών. Ξεχωρίζοντας κάποιους από το πλήθος λέγαμε «Αυτοί... αυτοί... τι σου θυμίζουν; ποιο φαγητό;» Νερόβραστο κολοκύθι χωρίς καν ούτε γραμμάριο από ρίγανη, δεντρολίβανο... έτσι για νοστιμιά. Δίαιτα ζωής.

Οι επαναστατικές ιδέες, η ποίηση, το ένα βήμα μπροστά, οι ανατροπές και οι ρήξεις δεν γίνονται με τις ευλογίες της κοινωνίας μας. Στο πρόσωπο κάποιων δύστυχων νέων που δόθηκε ο λόγος βρέθηκαν οι βαλβίδες ασφαλείας της χύτρας να ξεφουσκώσει η σούπα. Ντεμέκ μετέχουμε στην εξουσία, ακουγόμαστε. Ελεγχόμενος ατμός για να μην εκραγεί η κατσαρόλα. Να ξεθυμάνει το αυθόρμητο νεανικό πάθος. Το αίμα που βράζει να κρυώσει, πιο χλιαρό να γίνει, να πέσει η θερμοκρασία που καίει! Η βουλή των εφήβων διαφημίζεται γιατί είναι το βόλεμα των υπευθύνων. Είναι η ελεγχόμενη κριτική εντός ορίων που δεν αμφισβητεί τους θεσμούς αλλά τους αποδέχεται και λειτουργεί εντός τους. Αυθόρμητα τάσσομαι με τους άλλους και τις άλλες. Τους νέους που απέχουν από τα πανηγύρια και τις ομιλίες, που έχουν μια απέχθεια στη πολιτική, κάτι που είναι ελπιδοφόρο, αρκεί να μην αλλάξει σε απάθεια. Που απομακρύνονται και δημιουργούν. Παρέες, φιλίες, όρκους που θα πατήσουν. Αυτούς που απλά εννοούν τα λόγια τους τη στιγμή που τα λένε. Τα καλύτερα παιδιά απέχουν και δημιουργούν τον δικό τους κύκλο κάνοντας τα δικά τους λάθη.
Υπάρχει ελπίς.

ΥΓ1 Αντιγράφοντας από το site της Βουλής των Ελλήνων:" Κάθε μαθητής ή μαθήτρια που θέλει να συμμετάσχει, οφείλει να συντάξει γραπτή εργασία, στην οποία αναλύει ένα θέμα που το έχει βιώσει ή το αντιλαμβάνεται ως σοβαρό πρόβλημα του στενού προσωπικού ή ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι γραπτές εργασίες αξιολογούνται από Καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης υπό την εποπτεία μελών της Επιτροπής του Προγράμματος της Βουλής των Εφήβων. Διευκρινίζεται ότι από κάθε εκλογική περιφέρεια της Ελλάδας επιλέγονται τόσοι Έφηβοι Βουλευτές όσοι είναι οι βουλευτές στο εθνικό κοινοβούλιο».Τα πράγματα λοιπόν δεν είναι τόσο χάλια Με τον τρόπο που αυτοί οι νέοι συλλέγονται, μόνο συμπτωματικά θα μπορούσαν να είναι η εικόνα της νεολαίας μας (οι συμμαθητές τους ποτέ δεν τους επέλεξαν).
Υπάρχει ελπίς

ΥΓ2 Κυριακή βράδυ μετά μια κουραστική μέρα με συναντήσεις, επαφές και ατέλειωτες διαβουλεύσεις, για να διώξω τα σύννεφα ανηφορίζω τον πιο όμορφο πεζόδρομο της Αθήνας. Μπλέκομαι με τα ασόβαρα πλάσματα που σουλατσέρνουν ξεκινώντας από την Ασωμάτων. Στο σκοτάδι, με θέα τη φωτισμένη ακρόπολη δύο ξωτικά αγκαλιάζονται. Στο επόμενο πλάνο τρία έφηβα τιτιβίζουν. Σκόρπιες κουβέντες τρε ζολί. Πέφτω επάνω σε δυο γερόντια που προχωρούν και θυμοσοφικά χαμογελούν, στο κουβεντιαστό ανάμεσα στα βήματα της αλληλοαφήγησης. Κι άλλα ξωτικά φευγάτα χοροπηδούν στο πλακόστρωτο με την εγκεφαλική τους μουσική να παίζει στη διαπασών την ώρα που οι δείκτες σχεδόν πλακώνονται στην πρώτη ώρα της Δευτέρας. Λίγα μέτρα παρακάτω η μοναχική κόρη με ρεμβώδη βλέμμα το σκότος ατενίζει, προς εκεί που η νοητή ευθεία δείχνει το αστεροσκοπείο... Μελαγχολική στάση σώματος με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι από μεγάλα βάρη... Μικρό μου... είθε να είναι αυτό το πιο βαρύ φορτίο σου.
Υπάρχει ελπίς

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2005

Τα μυστικά της δικής μας πόλης

Οι κάθε λογής επισκέπτες μέθυσαν από τα χαμόγελα και τους μεζέδες και αποκάλεσαν την πόλη μας ερωτική. Κρίμα που δεν ξέρουν ότι δεν υπάρχουν ερωτικές πόλεις παρά μόνο άνθρωποι που ερωτεύονται σ' αυτές.

Όπως γίνεται κάθε χρόνο έτσι και φέτος τα ρεπορτάζ και τα αφιερώματα για τη ΔΕΘ θα παρουσιάσουν μια γιορτή. Ένθετα στα περιοδικά με τα πιο in στέκια, τα πιο hot μαγαζιά, αυτά όπου συχνάζουν οι πιο όμορφες φατσούλες, μαζί με αποκαλύψεις και «μυστικά» της πόλης από «ανθρώπους που αγαπάνε και ξέρουν την πόλη εκ των έσω».

Όμως που ακούστηκε εραστής να περιγράφει τους μυστικούς διαδρόμους, τις σκιές και τα κύματα που ρέουν στο αιδοίο της αγαπημένης του. Οι πραγματικοί ερωτευμένοι με την πόλη έχουν το στόμα τους κλειστό. Γιατί αυτή είναι η πόλη μου, μια αγαπημένη. Ιεροσυλία η αποκάλυψη των μυστικών στους αδαείς. Μα και να στη δείξω πώς θα τη νιώσεις; Πώς μπορείς να δεις μέσα από τα μάτια τα δικά μου αν δεν είσαι δικός μου, ξένε ή ξένη. Θα κοιτάξεις αλλά δεν θα δεις παρά μόνο αυτά που διαφημίζουν οι δημόσιοι λειτουργοί. Και θα πεις «Δεν ήταν κι άσχημα...»

«Και τι να κάνω, πού να πάω, τι να δω» ξεπηδάνε οι αγωνιώδες ερωτήσεις του επισκέπτη. Πουθενά συγκεκριμένα, μόνο περπάτα! Απόφυγε τις βιτρίνες. Κοίτα ψηλά τα μπαλκόνια, χαμηλά το πλακόστρωτο, δεξιά και αριστερά τη ζωή. Σταμάτα στο δρόμο και πιάσε κουβέντα με έναν περαστικό. Από αγγίγματα θα μάθεις τι ομορφαίνει τη ζωή μας. Αγόρασε ένα παγωτό χωνάκι και άσε τη μοίρα να σε οδηγήσει στη λεωφόρο ή στα στενά σοκάκια της πόλης, ανατολικά ή δυτικά. Φλέρταρε με το άγνωστο. Σκέψου πόσοι περάσανε από εδώ. Τους περιέθαλψε η πόλη με μια γλυκιά αγκαλιά σαν ζεστό σαλέπι. Άκουσε τη Νύχτα. Τα παιδιά που παίζουν για το κέφι τους στο ραδιόφωνο στο Έκφραση , στον 88,5, η μανάβισσα που μας χαρίζει χαμόγελα, ο ζαχαροπλάστης που μιλάει καυλωμένος για τη μηχανή του, ο αποστεωμένος αλλά αξιοπρεπέστατος νεαρός στα φανάρια, ο κουλουρτζής... Όλοι αυτοί που αγαπήσαμε, αυτοί είναι η Θεσσαλονίκη. Άκου την πόλη...

Άκου την τύπισσα που διπλωμένη στα δύο κλαίει μπροστά στην εικόνα ενός χτυπημένου σκύλου. Άκου αυτούς που περιφέρονται μόνοι στην ομίχλη της παραλίας. Αυτή τη Θεσσαλονίκη δεν θα τη δεις ποτέ, όσους οδηγούς κι αν ξεφυλλίσεις, όσες συνταγές κι αν ακολουθήσεις. Η πόλη είναι οι άνθρωποί της!

Είναι αυτοί που οδηγούν ανάμεσα στις λωρίδες, που δεν ξέρουν σε τι χρησιμεύει το φλας και το λιγότερο που θα παραβιάσουν καθημερινά είναι το κόκκινο των φαναριών. Είναι οι γειτονιές που σχεδόν κανείς από τους επισκέπτες δεν πατά το πόδι του. Είναι οι ποιητές που δεν θα γνωρίσουν οι τουρίστες ποτέ γιατί αυτοί δεν εκδίδονται, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είναι και οι καλλιτέχνες που δεν επέπλευσαν στην κουλτούρα την κατεστημένη αλλά επέζησαν, εμμένουν και επιμένουν διαφορετικά.

Κάθομαι στο ταβερνάκι βλέποντας τις σκάλες που οδηγούν σε ένα δωματιάκι κολλημένο σχεδόν στις επάλξεις. Χτισμένο κάπου στα κάστρα, είναι ένα από τα σπίτια που είναι κυριολεκτικά κομμάτι των τειχών. «Πώς τους το επιτρέπετε;» διαμαρτυρόταν η Άννα με σπουδές και τίτλους στη Αγγλία-Αμερική, μέλος μια πολυεθνικής που πρόσφατα εγκαταστάθηκε στη πόλη...

"Τι να καταλάβεις τώρα και να σου εξηγήσω", σκεφτόμουνα.
Σεπτέμβριος 1959: Ήταν η περίοδος της Έκθεσης. Οι συγγενείς από το χωριό θεωρούσαν αυτονόητο ότι αφού είχαν το δικό τους άνθρωπο στη πόλη μπορούσαν να βολευτούν έστω και με στρίμωγμα σε ένα άθλιο ημιυπόγειο στη Σκρα, όχι μεγαλύτερο από 35 τ.μ. Είχαν μαζευτεί 23 άτομα. «Λες και ο παππούς μου είχε λεφτά να τους ταΐσει» μου λέει ο Κώστας. Εκεί να δεις πραγματικό ρεφενέ: Ο καθένας έφερνε μαζί του τη συνεισφορά του στο φαγητό. Αυγά, κότες, ζυμωμένο και ψημένο στο σπιτικό τον φούρνο ψωμί, τραχανά... ό,τι μπορούσε να προσφέρει.

Και όμως περνούσαν καλά. Δεν τα πρόλαβα να τα ζήσω αυτά και τα έμαθα από διηγήσεις.
Αν δεν μου το έλεγαν δεν θα το πίστευα: Κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν με το σώμα! Οι έρωτες ήταν ανθρώπινοι: σ' αρέσω, μ' αρέσεις. Το ένα κορμί να γεμίζει το άλλο. Και το χαμόγελο ήταν βαθύ, μέσα από την ψυχή. Είναι παράξενο, τώρα που τα σπίτια μας μεγάλωσαν και γέμισαν με τόσα πράγματα που διευκολύνουν τη ζωή μας, το πόσο άδειασαν από τα συναισθήματα.

Και εμείς εδώ... Εμείς... Λέμε ότι βγάζουμε ένα περιοδικό για τη Θεσσαλονίκη, ορμώμενοι κυρίως από την αγάπη μας για την πόλη... Και μερικές φορές ανατριχιάζω όταν σκέφτομαι ότι πιο πολύ αγαπώ αυτούς που την κατοικούν, από ότι την ίδια την πόλη.