Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2005

Μια χιλιοπαιγμένη ιστορία

«Μικρόψυχα τσογλανάκια...»,
μουρμούριζα καθώς κατέβαινα την Καρόλου Ντηλ θολωμένος από οργή. Ο κρύος αέρας δρούσε ευεργετικά για το ξέσπασμά μου. Πριν λίγα λεπτά, ατυχώς και άθελα μου, βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους του «χώρου», δημοσιογράφους και πολιτιστικά φωνασκούντες, από το σινάφι των εντύπων. Αυτοί που περιφέρονται μ' ένα ποτό και μπλαζέ στιλ, χτίζουν ίματζ και πουλάνε μούρη.

Ήταν η μέρα που στα χέρια μου κρατούσα τα καινούρια τεύχη του CITY210, του περιοδικού που ξεκινήσαμε στην Αθήνα. Δεν είμαι τόσο αφελής, ώστε να περιμένω αυθόρμητα κάποιος δημοσιογράφος ή κάποιος από περιοδικό γενικώς ή άλλο μέσο μαζικής επικοινωνίας να μας ευχηθεί καλή επιτυχία, καλή δύναμη ή ό,τι άλλο λένε. Ήμουν όμως, σχεδόν σίγουρος ότι τουλάχιστον αντί της μικρότητας των συναισθημάτων θα υπερισχύσει η επίφαση του πολιτισμού, μεταφραζόμενη σε μια στοιχειώδη ευγένεια...Στη γέννηση του παιδιού σου, τι σόι άνθρωπος πρέπει να είναι κάποιος για να περιφρονήσει τη χαρά σου; Όταν ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου και καλέσεις τον γείτονα, πόσο λίγος μπορεί να είναι για να σου τονίσει πόσα άλλα θαυμάσια και υπέροχα σπίτια γνωρίζει; Και όταν κάποιος παίρνει στα χέρια το αποτέλεσμα του μόχθου σου και τον δεις να κιτρινίζει και επιδεικτικά να το αφήνει στην άκρη χωρίς να ανοίξει καν την πρώτη σελίδα, τότε αυτός πώς ονομάζεται;

Κλειστά στόματα, κλειστά μάτια και αυτιά, αυτά των «παιδιών της Θεσσαλονίκης» μπροστά στο ξεκίνημά μας. Ίσως όμως είναι προς τιμήν μας. Κι ας είναι η πρώτη φορά που ένα έντυπο της γενέθλιας πόλης μας ανοίγει τα φτερά του, καλώς ή κακώς, έξω από τα όριά της. Την ώρα που η Θεσσαλονίκη δέχεται την εισβολή του νότου, μια προσπάθεια μετοίκισης ξεκινάει, όχι σε μια άλλη τυχαία ή υποδεέστερη πόλη αλλά στην... πρωτεύουσα. Χαιρόμαστε, και μια χαρά όταν τη μοιράζεσαι είναι διπλή χαρά. Αντ' αυτού, όμως, βλέννες και σιωπηλή αναμονή για το πότε θα γίνει το στραβοπάτημα. Χαιρέκακα, ακρωτηριασμένα από τους νευρώνες ανθρωπάκια προσμένουν το πρώτο στραβοπάτημα για να πουν πόσο λυπούνται. Μόνο που η στάση αυτή τους αδικεί εν τέλει.

Σαν αμούστακο παιδί θλίβομαι που δεν αντιμετωπίζεται με χαρά η προσπάθεια για ένα βήμα μπρος, για ένα βήμα παραπάνω.Προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τι είναι αυτό που με πλακώνει. Η πληγωμένη ματαιοδοξία που μου βγάζει περιπαιχτικά τη γλώσσα ή περισσότερο με εκνευρίζει η έλλειψη τακτ; Για να διευθετήσω τις σκέψεις μου, γωνία με Καλαποθάκη σταμάτησα σ' ένα συμπαθητικό καφέ να κεράσω στον εαυτό μου λίγες γουλιές.

Η ζωή είναι αλλού, κατά τον Κούντερα, όμως η ζωή γελούσε μπροστά στα μάτια μου. Στον γωνιακό καναπέ, δυο φιγούρες προοδευτικά και ανεπαίσθητα τράβηξαν τη προσοχή μου. Δύο ενήλικες που διακριτικά συναντήθηκαν σε μια γωνιά μαγαζιού. Στις κινήσεις τους παρατηρούσες την καθολίκευση της επιθυμίας. Σίγουρα οι θωπείες τους δεν έγιναν ακόμη ερωτική επαφή, η αμηχανία που έδειχναν τα άκρα βράβευε τον πλατωνισμό. Με συναισθήματα ανάμικτα σκεφτόμουν ότι αυτοί δεν προλάβανε να φθαρούνε, οι ματιές δεν μετάνιωσαν. Απαλά τα δάχτυλα του άγγιξαν τα μαλλιά της και τα χείλη τους έβαλαν ρότα το φιλί. Το φιλί του πάθους μετατράπηκε σε ενός λεπτού άγγιγμα πλάι στο στόμα. Οσμίζεσαι παντού μέσα στο καφέ την άνομη σχέση. Θεμιτή η ακολασία, σκέφτομαι, αν ο λόγος έχει βάση μια κλωστή που ενώνει χείλη με καρδιά.

Εκτεθειμένοι στα ξένα βλέμματα, εντούτοις ένιωθαν προφυλαγμένοι στη μακαριότητα ενός βουβού πάθους. Ολοφάνερα τα δυο σώματα διεκδικούσαν παράφορα το ένωμα και τους στεναγμούς. Το τάνυσμα του πόθου. Από «Μυστηριώδη έλξιν και αόριστον ψυχικήν συνάφεια», κατά Παπαδιαμάντη.Ξαφνικά, ένιωσα ευγνώμων απέναντι σε αυτό το ζευγάρι. Όσο παράξενο και να φαίνεται, αυτή η χιλιοπαιγμένη ιστορία, αυτή η απογείωση και ο ερωτισμός της φαντασίωσης, σχεδόν με συνέφερε και ενοχλήθηκα που επέτρεψα στον εαυτό μου να οργιστεί από μια νοσηρή στάση ζωής.

Πάντα κάποιοι θα αγοράζουν όμορφα σπίτια, γρήγορα αυτοκίνητα, θα κάνουν έρωτα, θα ταξιδεύουν, θα έχουν κάτι παραπάνω. Κάποιοι μοιράζονται τη χαρά τους, πού είναι το μεμπτό; Απλά στο ότι θα είναι οι άλλοι κι όχι εμείς. Στο χέρι το δικό μας είναι αν θα συμμετέχουμε στη χαρά τους ή αν με το υποσυνείδητο οργωμένο από τη στέρηση, μνησίκακα θα καταπίνουμε το δηλητήριό μας (μέχρι να το εκτοξεύσουμε) (εκτός και αν προλάβει να μας πνίξει). Το ανάστημα, η καταγωγή και ο πολιτισμός μας, υφαίνουν τη στάση που θα κρατήσουμε. Ψόγος άλλος ουδείς.