Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2006

Η εκδίκηση και η περί δικαίου αίσθηση

Μια γνωστή που συνάντησα τυχαία στο αεροδρόμιο τις προάλες μου έλεγε «Τι θέλουν τα κανάλια και συνέχεια ασχολούνται με το αν αυτοκτόνησε ο Ρώσος φονιάς»... «...δεν έχω πρόβλημα με τη καταγωγή του, δεν είμαι ρατσίστρια και δικός μας να ήταν, αν του έριξαν μια σφαίρα και τον 'αυτοκτόνησαν', καλά του έκαναν... κρίμα τα παλικάρια που έφαγε ο αλήτης». Στην ελληνική κοινωνία πλανάται η αίσθηση ότι αν τον «καθάρισαν», τότε «καλά του κάνανε». Αυτή η «αυτοκτονία», εφόσον δεν είχε και πολιτική χροιά, σχεδόν πανελλαδικά έγινε αποδεκτή με ικανοποίηση. Σιωπηρά εγκρίθηκε... Κι αυτό είναι το θέμα μας.

Γλυκαίνει η οργή σαν αναλάβει η εκδικητική μανία την υποκατάσταση της δικαιοσύνης. Ο κορεσμένος και παθητικά δεχόμενος μηνύματα νους συντάσσεται με την αυθόρμητη πρωτογενή αγανάκτηση της ψυχής και σαν αναβράζoν δισκίο σε μισογεμάτο ποτήρι φέρεται να λέει συνειδητά -εκφράζοντας το ασυνείδητο- «καλά τους έκαναν».

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να καταλάβει κάποιος ότι όλα τα εγκλήματα εκδίκησης γίνονται -με μια εγωιστική νοσηρότητα- για την ηθική ικανοποίηση και την «αποκατάσταση» μιας τιμής που βαφτίζεται ιερή. Αλίμονο όμως, αν η δικαιοσύνη αποδίδεται από συγγενείς, φίλους και συναδέλφους των θυμάτων, που λογικό είναι να αντιδρούν εν μέσω καταστάσεων ψυχικού κλονισμού και οδύνης. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία τέτοιες πρακτικές θα έπρεπε να είχαν αποβληθεί προ πολλού. Με ποια δεδομένα, στοιχεία, γνώσεις, αποδείξεις, ενδείξεις γίνεται κάποιος αυτοδικαίως τιμωρός; Παρόμοιες εκδικητικές λογικές, που υποστηρίζονται αυθαίρετα από κάποια άτομα στο όνομα μιας αυθόρμητης -ανθρώπινης μπορεί και ιδιοτελούς- δικαιοσύνης, που φέρεται να είναι πάντα υπέρ μιας ηθικής, μιας ιδέας, μιας επανάστασης, καταργούν περιφρονητικά όλους τους θεσμούς του κράτους.

Έγραψα κι άλλα παρόμοια επιχειρήματα ενάντια στην εκδικητική μανία που «αυτοκτονεί» τους θύτες, αλλά τελικά τα έσβησα... Σκέφθηκα ότι όλα όσα λέω είναι η μία πλευρά της αλήθειας, είναι όμως και κομμάτια από τον μανδύα που σκεπάζεται ο νομιμόφρων πολίτης. Γιατί, λογικά, είμαι ένας μικροαστός, εγκλωβισμένος μέσα στους θεσμούς, γνήσιο παθητικό τέκνο της tv, των εξετάσεων, σπουδών, συνεντεύξεων εργασίας, που κάθιδρο τρέμει στην απώλεια των «κεκτημένων». Στ' αλήθεια δεν ξέρω, αν αυτό που μας εμποδίζει να «εκδικηθούμε» είναι η αγάπη στον άνθρωπο ή ο φόβος από τις συνέπειες και τα δεινά που μετά θα υποστούμε.

Μάλλον είναι δύσκολο να στηθείς στην άλλη πλευρά για να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου, όταν μια ζωή εκπαιδεύεσαι σε αποστολές χρησιμοθηρίας. Το εγώ μας σπάνια συναντά την ελευθερία των αποφάσεων. Κρύβεται φοβισμένο σε κάποια θρησκεία, οικογένεια, φιλία, στον πρώτο τυχόντα έρωτα. Σε αυτήν την αυταπάτη όλων των εξωραϊσμένων πράξεων συμφέροντος, αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι είναι να αντιδράμε με εξάρσεις φθηνού αντικομφορμισμού. Κάποιοι ορμώμενοι από το πάθος, που μόνο η εκδίκηση και ο έρωτας μπορεί να κρύβουν, διαβαίνουν τον ποταμό. Μήπως όμως τελικά αυτή η πρωτόγονη ροπή, είναι η αδόκιμη έκφραση του εγώ μας; Μήπως μέσα από το θυμό και τη μανία του πάθους ξεμυτίζει η μόνη ανόθευτη αλήθεια; Μπερδεύονται οι σκέψεις μου. Αδυνατώ να βγάλω ένα ασφαλές συμπέρασμα.

Υ.Γ. Τα δικαιώματα που έχει ο δολοφόνος -ο θύτης που έγινε θύμα- τα ελαφρυντικά, τα κίνητρα, η ψυχολογική κατάσταση αποσιωπήθηκαν, χωρίς να παραγνωρίζονται. Κατά κάποιο τρόπο είναι η άλλη μου πλευρά, η πρώτη. Ο σκοτεινός μου εαυτός, απέναντι στον άλλον της ημέρας.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2006

Θάνατος...

«Πάψτε τα μυξοκλάματα. Τα έντομα, τ' αστέρια κι οι εραστές οφείλουν κάποτε να σβήνουν.» (Κομπαγιάσι)

Η ερώτηση ήταν κατηγορηματική:«Αν σήμερα ήταν να πεθάνεις, πρέπει να μου πεις ποια θα ήταν η τελευταία σου επιθυμία;»Τυχαία μπήκα σ' ένα χώρο συνομιλιών του internet και από εκεί που γλαρωμένα έψαχνα για συνταγές αντι-ανίας, κόλλησα... Οι ηλικίες που έγραφαν και τα προσωπικά βιώματα χαρακτήριζαν τις απαντήσεις«-Θα ήθελα να κοιμηθώ με την κοπέλα μου αγκαλιά. Μόνο αυτό». «-Εγώ θα ήθελα να είχα αγκαλιά την σύντροφο μου, αλλά δεν έχω σύντροφο, οπότε δε 'πα να πεθάνω».«-Να μην γίνει αισθητή η απουσία μου σε κανέναν».

Ώρα πέντε το πρωί. Ένας ζηλιάρης άνεμος χορεύει με τις νιφάδες. Σκέφθηκα πως θα απαντούσα σ' αυτήν την ερώτηση... με τα δεδομένα ότι δεν είμαι ήρωας, ούτε άγιος ούτε τόσο αλτρουιστής, αντίθετα έχω απωθημένα, μανίες, δίψα, πόθους και την πεποίθηση ότι σιχαίνομαι τη μιζέρια και το μελόδραμα. Το δεδομένο είναι ότι όλοι θα πεθάνουμε. Ας τελειώσουμε, λοιπόν με ψηλά το κεφάλι αποχαιρετώντας τις φαντασιώσεις και τις προσδοκίες μας. Εν πρώτοις αυτό που σίγουρα θα ήθελα, είναι να χιονίζει -σαν σήμερα- για να βγω μια τελευταία βόλτα από τα κάστρα μέχρι την παραλία. Πριν σβήσουν τα ίχνη μου θα ζητούσα να δω τα νησιά μου, εκείνα που ναυαγός ακούμπησα και έβρεξα τα χείλη μου μα δεν ξεδίψασα μια και λαχταρούσα «...να πιω όλο το Βόσπορο». Με την αποφασιστικότητα της τελευταίας ώρας, πάνω στο λευκό χιόνι θα χαράξω τα σημάδια μου, λέξεις, φράσεις, ονόματα, ημερομηνίες, όσα κράτησα όλα αυτά τα χρόνια με την ελπίδα ότι αυτή η στιγμή κρατά μια αιωνιότητα και την ωραία πλάνη πως κάποιες εικόνες, κάποιοι ήχοι, παραμένουν πάντα μέσα μας.

Δεν θά θελα να είμαι πουθενά αλλού. Εδώ στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα, από εδώ θα ήθελα να φύγω. Και σ' αυτή την τελευταία βόλτα να ψάξω και να βρώ αυτούς που χαθήκαμε και να συνθηκολογήσω. Πολλές ιστορίες έμειναν σαν ένας πίνακας μισοτελειωμένος. Θα αποδεχόμουνα όσα πέρασαν βάζοντας απέναντι μου τα πρόσωπα που πόθησα ποικιλοτρόπως, το κορμί τους, τις γνώσεις τους, την κίνηση, τα πάθη τους, αυτά που δεν αποκάλυψα ποτέ και σε κανένα ότι λαχταρώ. Προφανώς τη μούγκα που έδειξα τότε, την τελευταία ώρα, σήμερα θα την έκανα λογοδιάρροια. Δεν μπορεί να χάθηκαν όσα ένιωσα.
Ναι, το μόνο που μπορώ να σκεφθώ πάνω στην ερώτηση, είναι ότι στ' αλήθεια θα ήθελα να ξέρω τη νύχτα που θα πεθάνω, για να έχω προετοιμάσει τους δικούς μου, να πω ό,τι δεν είπα, να κρατήσω στην αγκαλιά μου τα αγαπημένα πρόσωπα και αντί για εξηγήσεις, αφού έτσι πρέπει να γίνει, να αφουγκραστώ το χάδι της ανάσας τους. Όταν φύγεις δεν υπάρχουν γιατί.... Θυμάμαι κάτι που διάβασα παλιότερα: «Η νιφάδα του χιονιού δεν πέφτει ποτέ σε λάθος σημείο».

Χιονίζει από χθες και η ατμόσφαιρα είναι παγερή σχεδόν διάφανη. Οι νύχτες που σαρώνουν τα φώτα της πόλης σκεπάζονται μ' ένα μεθυστικό λευκό και οι νιφάδες στους δρόμους που δεν παγώνουν γίνονται νερό. Χαράζει, κι αυτή είναι η ώρα που έχεις ανάγκη να αγκαλιάσεις έναν άφυλο Άγγελο με μακριά μαλλιά, έναν από αυτούς που θεσπέσιοι και ποθητοί λάμπουν στο φως που αντανακλά το χιόνι. Αυτοί κυκλοφορώντας ανάμεσα σε ανθρωπους λυσσασμένους για επιτυχία, ιχνηλατούν σιωπηλά το παρόν και το παρελθόν παρασύροντας τα προσφιλή τους πρόσωπα. «Έλα μαζί μου...» ψιθυρίζει μια φωνή. «Όλα έξω είναι μαγικά όμορφα, περιμένουν μόνο ένα άγγιγμα σου για να ζωντανέψουν».

Υ.Γ. Ξαναδιαβάζοντας αυτά που γράφω δεν μπορώ να συγκρατήσω έναν αυτοσαρκασμό... Η μέρα του θανάτου μου σαν διαφήμιση της coca cola είναι... Αυτό που με μπερδεύει τελικά, είναι αν εμείς κατευθυνόμαστε από τις διαφημίσεις ή αν αυτές είναι που αντιγράφουν τη ζωή.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2006

Αθήνα-Θεσσαλονίκη

(15 λεπτά ασπρόμαυρων συναισθημάτων στη διαδρομή)

Να σταματάς το χρόνο και να «γεύεσαι τη στιγμή», αυτό πρέπει... σκεφτόμουν με αγαλλίαση αγνοώντας την κρύα μέρα. Μέσα από τη θαλπωρή του τραίνου κοιτάζοντας το όμορφο τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου, ξεδιπλωνόταν ένα χειροποίητο χαλί με εκατομμύρια κόμπους. Κάτι με πότιζε γλυκόπιοτο ποτό, σχεδόν διαλύοντας τα δύσκολα που δηλητηριάζουν την ψυχή... Μετά την πρώτη γουλιά έδειχνε να διευκολύνεται ο βηματισμός απομάκρυνσης. Με κάποιο μαγικό ξόρκι απολάμβανα μια λυτρωτική αίσθηση.

Και όμως, σχεδόν πριν από πέντε λεπτά στο μυαλό μου σφυροκοπούσε ένας ξέφρενος ρυθμός από μίζερες σκέψεις. Με είχανε «στριμώξει στη γωνία». Ένιωθα τα προβλήματα ενωμένα όλα μαζί σ' ένα βρόγχο-βδέλα να πνίγουν την ανάσα. Κάθε αναπνοή κι ένα ακόμη βάρος. Ένα παραλήρημα που έκοβε το οξυγόνο και μπουρδούκλωνε τις σκέψεις.

Τη μια στιγμή να θέλεις να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο και την άλλη να νεραϊδοσεργιανάς! ... Αυτό το πέρασμα, από τη μαυρίλα στην απόλαυση ενός ευδαιμονικού κρεσέντου ομορφιάς... να αγνοείς τις σκοτεινές απρόσκλητες σκέψεις (σημάδια ύπουλα) και να ξεκινάς να αποχρωματίζεις το μαύρο στα χρώματα ενός ουράνιου τόξου. Έρχονται φορές που αναρωτιέμαι τι είδους φρενοβλάβεια υποθάλπει αυτή η φυγή του μυαλού.

Αναπάντητα ερωτήματα, μα δεν ζητώ εξηγήσεις... Αδιαφορώ, δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να μπλέξω σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και παρόμοια τερτίπια. Μια τέτοια στιγμή που η διαδρομή ενός τραίνου με τα διαφεύγοντα τοπία κατάφερε να σταματήσει τις ανησυχίες και να μετατρέψει τη θλίψη σε μια μορφή χαράς, αν μη τι άλλο, είναι ιερή. Σχεδόν πρωτόγονα αφήνομαι να την απολαύσω. Την ανταμείβω μ' ένα χαμόγελο... αδιαφορώντας για τις εντυπώσεις που προκαλώ στους συνεπιβάτες.

Οι γλυκεύγευστες σκέψεις διακόπηκαν στη Λάρισα. Ένας ευγενικός μεσήλικας που επιβιβάστηκε ρώτησε αν μπορούσαν να καθίσουν δύο άτομα στο κουπέ που βρισκόμουν. Δύο του «καλού κόσμου» που θα ανοίξουν την εφημερίδα τους και θα μ' αφήσουν στην ησυχία μου, σκεφτόμουν με ανακούφιση. Ησύχασα περισσότερο όταν βεβαιώθηκα ότι ήταν ένα από τα κλασικά ζευγάρια που οι κουβέντες μεταξύ τους είναι αντιστρόφως ανάλογες με τα χρόνια που συμβιώνουνε - όσο περισσότερα, τόσο λιγότερες - βοήθησα κι εγώ σκύβοντας σ' ένα βιβλίο, προσπαθώντας να ξανασυνδεθώ με το υπερπέραν μου.

Στο αμέσως επόμενο πεντάλεπτο ο ελεγκτής (κι αυτός αδιάφορος για τις ονειροφυγές μου) άνοιξε διάπλατα την πόρτα ζητώντας τα εισιτήρια. «Είναι βέβαιο ότι η οικογένεια που κάθεται στο διπλανό κουπέ έχει εισιτήρια γι' αυτή τη θέση;» ήταν μια αναιδής ερώτηση -σεμνά διατυπωμένη- που βιάστηκε να ξεστομίσει ο «ευγενής» λαρισαίος συνεπιβάτης ... «Είναι γύφτοι....» συμπλήρωσε συνωμοτικά η συνοδός του.

«Δυστυχώς... (ειπώθηκε με πολύ θλίψη) δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, πληρώσανε», αναφώνησε εν είδει συγγνώμης ο κατανοών βιοπαλαιστής... Και αυτή σηκώνοντας το βλέμμα από ένα gossip περιοδικό - από αυτά που καλλιεργούν το πνεύμα- αναφώνησε, «θα είναι οικογένεια του βασιλιά των τσιγγάνων, πώς αλλιώς να ταξιδέψουν στην πρώτη θέση οι γύφτοι...» (....)

Μετά τη στιχομυθία που παρακολούθησα αποπροσανατολίστηκα και, παρόλο που προσπάθησα, δεν κατάφερα να συναντήσω το σημείο που ταξίδευα, παρά μόνο αφέθηκα σε μια καλοπροαίρετη σκέψη για όσους φεύγουν με τον νου... Παιδιά, ας ευχηθούμε κάποτε να κάνουμε ένα ταξίδι με μόνο συνεπιβάτη ένα αγαπημένο πρόσωπο... κι όσο περνά η ώρα το ταξίδι να αγγίζει το κάλλιστον, τα χείλη, οι σκέψεις, τα βλέμματα, να μπλέκονται, κορμιά σε ερωτικές αναζητήσεις, ξετυλίγοντας τα συναισθήματα που μας περιτυλίγουν και ουχί εξηγώντας ή ρωτώντας. Μια παρόρμηση που γεννήθηκε μια στιγμή που η ψυχή ανάσανε.

Υ.Γ. Όλοι (οι Έλληνες) είμαστε μη ρατσιστές έχοντας στο μυαλό μας ότι ρατσιστής είναι μόνο όποιος οδηγεί στην πυρά τους μαύρους. Άπαντες δε διασκεδάζουμε με τις ατάκες του τηλεοπτικού γύφτου-Λαζόπουλου που σατιρίζει «τους άλλους». Αναγκαία συνθήκη για να αντιληφθούμε ποιους αφορά η σάτιρα, είναι να μας απευθυνθεί με ονοματεπώνυμο. «Μα τι Νταλάρας είσαι...».