Παρασκευή 23 Ιουνίου 2006

Σαλονίκη, Σάββατο βράδυ

Λένε ότι για να αποφασίσεις αν κάποιο πρόσωπο σου αρέσει απαιτείται ελάχιστος χρόνος όταν το πρωτοδείς ή πάρεις το στίγμα του. Η φιλία και ο έρωτας δεν είναι αλισβερίσι, χτυπάνε με το ένστικτο. Για αυτό και μια ανάσα φθάνει για να καταλάβεις αν ένα αγαπημένο πρόσωπο, ένας φίλος, έχει κάποιο ζόρισμα.

Ήταν ένα από τα συνηθισμένα Σάββατα που κλείνομαι μέσα με τη διαφορά πως αντί να χαθώ στις μουσικές, να αναζητήσω κάποιο βιβλίο, να ασχοληθώ με τα λουλούδια μου ή να κολλήσω πάνω από το λάπτοπ, αυθόρμητα αναζήτησα τα πολύ κοντινά μου πρόσωπα για να ψήσουμε λίγα ψάρια, να γευτούμε οίνο και με κουβέντες του αέρα να χαβαλεδιάσουμε στο μπαλκόνι. Στο σπίτι, μόνο τα δικά μου άτομα αντέχω, κάθε άλλος μυρίζει παρείσακτος.

Ένα κοίταγμα με τον φίλο που ήταν σκοτεινιασμένος ήταν αρκετό για να ξεκινήσουν οι εξομολογήσεις. «Τι θα γινόταν αν…όλα έχουν τελειώσει… είπα αυτό αλλά…» Χαλαρώνεις άφοβα, σε προστατευμένο περιβάλλον, μοιράζεσαι τη χαρά ή τη θλίψη σου, απαριθμείς λάθη, ακυρώνεις ενέργειες, οι φίλοι δεν σε κρίνουν, σε κατανοούν, καθαρίζουν τις σκέψεις, σου τραβάνε το αυτί όταν είσαι λάθος και οι διαθέσεις την επόμενη ακριβώς ώρα αντιστρέφονται. Όπως στα παιδιά και στις αγνές ψυχές. Το δάκρυ γίνεται γέλιο.

Οι φίλοι μου είναι ονειροπόλοι, άτομα που τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους έχουν πει σε έναν έρωτα τους «ως τη κόλαση μαζί σου». Τους έχω δει να κλαίνε. Αλλά δεν χρειάζεται και μεγάλη φιλοσοφία για να καταλάβεις ότι όταν η ζωή σου χαμογελά, οφείλεις να τρέξεις στα τυφλά να πέσεις στην αγκαλιά της. Τους ζηλεύω όλους, αν και έχω την εντύπωση πως όλοι ζηλευόμαστε μεταξύ μας, κυρίως για τις αδυναμίες μας.

Λίγο νερό στο λαδολέμονο να χυλώσει, σκόρδο, ψιλοκομμένος μαϊντανός από τη γλάστρα και το πανηγύρι ξεκίνησε. Τερψιλαρύγγιες γεύσεις φέρνουν γέλια, πολλά γέλια τρανταχτά, που μόνο πολύ κοντινά άτομα μπορούν να ανταλλάξουν. Δεν ήταν η -έτσι κι αλλιώς- ανύπαρκτη ποικιλία του τραπεζιού και η οινοποσία που άλλαξε την αρχική μαυρίλα, ήταν η αποδοχή των συνδαιτυμόνων που έκανε τη διαφορά. Πέντε νοματαίοι, που ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν σοβαρά πίνοντας ρακί, τσιμπολογώντας αλιευμένες νοστιμιές της Μεσογείου ψημένες στα κάρβουνα, καταλήξαμε πολύ σύντομα με φωνές και γέλια να αδειάσουμε τα κρασιά από το ψυγείο πριν προλάβουν να ξεδιψάσουν οι αισθήσεις. Τα 8 μπουκάλια που πάγωναν ήταν πολύ λίγα.

Και όταν ο Θοδωρής έπιασε την κιθάρα έπαιξε δαιμονισμένα. Τα φωνητικά φάλτσα 5 ενηλίκων που ο καθένας βαρούσε στον δικό του τόνο και κανείς δεν βρισκόταν με τον διπλανό του, σε σύνολο έδωσαν μια απίστευτη γλύκα. Ίσως γι’ αυτό δυο τρία πρόσωπα άφησαν ένα δάκρυ ανακούφισης, εξιλέωσης, χαράς, αναμονής που αυξάνει τις ελπίδες πως υπάρχουν πάντα άνθρωποι με μια πολύ-πολύ ιδιαίτερη ηθική, εραστές του απόλυτου που απέχει παρασάγγας από το φόβητρο μιας κόλασης. Μια αληθινά παρεΐστικη συγκέντρωση με άφθονες δόσεις ευαισθησίας.

Τραγουδούσαμε και κοιτούσαμε στην πόλη τη μαγεία της νύχτας, με τις χορδές να χτυπάνε ρυθμούς που ταρακουνάνε ψυχές. Τα φωτισμένα καράβια χαρτογραφούσαν τον Θερμαϊκό, μια θάλασσα γυαλί σκοτεινή και παράξενα όμορφη. Ένα 5μελές πλήρωμα μπορεί να επιβεβαιώσει ότι σε πάει στην αντιπέρα όχθη. Αυτή η ηδονή να αφήνεσαι εντελώς χύμα χωρίς το άγχος του πνιγμού, γιατί είσαι μεταξύ φίλων διατεθειμένων να σε ακολουθήσουν στις αποφάσεις σου, μόνο με το να σφίγγεις στην αγκαλιά σου έναν ερωτευμένο εκπεσόντα άγγελο μπορεί να συγκριθεί.

Ήμασταν ψηλά σε μια γειτονιά της παλιάς πόλης, μια παρέα που μιλούσε την ίδια γλώσσα, αυστηρά θεσσαλονικιώτικης αντίληψης, νοοτροπίας και ύφους που πάτησε στις αλάνες και τους δρόμους του Ντεπό, του 'Αη Δημήτρη και της Αγίας Τριάδας. Αυτό το 10ωρο γλέντι που ξεκίνησε 7 το απόγευμα μπορούσε να πάρει τέλος μόνο με την αλαζονική απειλή ότι πάω για ύπνο και ο Θεός να βάλει το χέρι του για το τι θα τους συνέβαινε, αν εξαιτίας τους έχανα την Κυριακάτικη εκδρομή μου, που ξεκινούσε σε 3 ώρες.

Υ.Γ. 'Αψογοι οι γηγενείς γείτονες.
Υ.Γ. Ακόμη αναρωτιέμαι αν αυτό που μοσχοβολούσε ήταν το γιασεμί, το θυμάρι και η ρίγανη που πέρυσι αγοράστηκαν από μια ανθοέκθεση ή μήπως ήταν η χαλαρή διάθεση που μας παρέσυρε. Φυσούσε κι ένα νωχελικό αεράκι…

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2006

Τα φωτεινά μάγια

«Είμαι ένας άγγελος» είπε και χαμογέλασε γλυκά. «Αυτός που λατρεύετε σαν Πλάστη σας, τοποθέτησε πλάι σε κάθε πιστό έναν καλό άγγελο, να τον καθοδηγεί και να τον φυλάει. Η εκκλησία το παραδέχεται ανεπιφύλαχτα δίχως εν τούτοις να αφορίζει όσους έχουν αντίθετη γνώμη. Αυτή τη στιγμή ατενίζετε μπροστά σας έναν από αυτούς τους αγγέλους, τον δικό σας. Είμαι επιφορτισμένος να επαγρυπνώ για την αθωότητά σας και να προσέχω την αγνότητά σας.» Και συνέχισε… «Τα ουράνια σώματα έχουν την ικανότητα να παίρνουν μια φαινομενική μορφή που τα κάνει ορατά και αισθητά. Η μορφή αυτή είναι πραγματική, αφού η μόνη πραγματικότητα αυτού του κόσμου είναι το φαινομενικό…» (Ανατόλ Φρανς, Η ανταρσία των Αγγέλων).

Είναι εκπληκτικό πόσο μπορεί να σε επηρεάσει η στάση ζωής ενός από αυτά τα πλάσματα που πήρε ανθρώπινη μορφή, τα δοσίματα, η καθημερινότητα του, αυτά που έκανε, αυτά που έταξε στον εαυτό του για να κάνει. Μιλώ για τα παιδιά που, σε άσπλαχνους καιρούς και χωρίς ανταλλάγματα, σε ρημαγμένους κήπους δίνονται σε πράξεις αλληλεγγύης, αγκαλιάζουν όλα τα χαμένα, έχουν πίστη και ιδανικά. Στην αρχή πίστευα ότι όλα γίνονται επειδή βαριούνται, ότι είναι ομοούσιοι -απλά λίγο πιο εξευγενισμένοι- φλώρων του Κολωνακίου και φθηνών κυριών που κρύβονται και κρύβουν τα κενά τους πίσω από φιλανθρωπικά σωματεία. Έκανα λάθος και το κατάλαβα όταν έφτασε μόνο ένα άγγιγμα που ήταν όμως δυναμίτης, για να ανεβάσει στη επιφάνεια και να εξαφανίσει τις ταπεινώσεις, τους φόβους και τις συντριβές μου, σαν σκοτωμένα ψάρια. Έχουν ψυχή και άντερα αυτοί οι άγγελοι και αιωρούμενοι αφήνουν βαριά ίχνη. Είναι τα φωτεινά τους μάγια. Λίγες λέξεις, μια ματιά, μια πράξη μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Αφυπνίζουν εμάς που δεν είμαστε εξίσου καλοί στο να κατανοούμε τα σημαντικά και να αγνοούμε τα τετριμμένα. Η λιτότητα της γλώσσας, η καθαρότητα του λόγου, οι πράξεις τους, γεννούν το λυρισμό των εικόνων που αντικατοπτρίζουν την αληθινή ποίηση της ζωής, δικαιώνοντας έτσι το πέρασμά τους από αυτόν τον κόσμο.


Κάποιοι είναι ταγμένοι να συλλέγουν τα άγρια κύματα και το κάνουν ασταμάτητα με το πάθος ενός Προμηθέα που αγάπησε τον άνθρωπο και μέθυσε από τα μάγια του ανθού μιας λεμονιάς. Ακατανόητο στους πολλούς. Χαμένη υπόθεση για άλλους. (Κι εγώ σκέφτομαι ότι ποτέ και σε κανέναν δεν είπα για τη δέσμευση μου στο φίνο άρωμα του λεμονανθού). Αυτές οι ψυχές προορισμένες να χαρίζουν την αγάπη τους, αυτοδεσμεύονται να ζουν σε μαχαλάδες και να πορεύονται σε μια λεωφόρο που κυκλοφορούν αρμονικά με αστρικές ταχύτητες, αισθήσεις, σκέψεις, πράξεις αλληλεγγύης. Προκαλούν το φόβο κάνοντας χειρονομίες ζωής, γιατί θυμίζουν τη χαρά της εμπιστοσύνης και άγρια ξεχασμένα όνειρα που ξέφτισαν. Όταν πέσεις επάνω τους, είναι σαν να λούστηκες με μια βροχή, σαν μια κάθαρση που φτάνει πιο βαθιά από το κόκαλο. Δέχεσαι κάτι γνωστό από πάντα, χαμένο για χρόνια, που αναγνωρίζεις μέσα σ’ ένα κατακλυσμό που ποτίζει και ανθίζουν αγριολούλουδα.


«Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. 'Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.» (Γιώργος Σεφέρης Νοέμβρης 1963 κατά την παραλαβή του Νόμπελ στην Ακαδημία της Στοκχόλμης).

'Αγγελοι -πόσοι έχουν μείνει άραγε- με φωτεινά χαμόγελα που τα ονομάζουν συνθηματικά μάγια για να γεμίζουν τις άδειες μνήμες μας; Και κρυφογελώντας με τον πιο φυσικό τρόπο όταν αναζητάς έναν ανθό, σου αποκαλύπτουν ολόκληρο λεμονοδάσος. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να κατανοήσω ότι τα χρόνια που έζησα αρκούν για να ξεχάσω τις ασήμαντες στιγμές και η ενός λεπτού ανάσα για να θυμηθώ όσα ξέχασα.

Μια εύλογη ερώτηση είναι πώς είναι η μορφή αυτών των παιδιών, πώς τα ξεχωρίζεις, πού τα βρίσκεις; Δεν τα βρίσκεις, έρχονται αυτά όταν πρέπει, με έναν ακατανόητο τρόπο φθάνει το μήνυμά τους και έγκειται σε σένα να τους ανακαλύψεις. Μακριά από τις ζωές μας, στέκονται πολύ κοντά στην καρδιά μας. Μπορώ να τους περιγράψω με ακρίβεια φονική, αλλά πώς να μεταδόσεις τη γεύση που έχει το μενεξελί άρωμα, πώς να καταγράψεις τον αφρό της θάλασσας; ( ...χωρίς να τα ευτελίσεις)

«Για μερικούς το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι μια ίλη ιππικού. Για άλλους μια παρέλαση πεζικού.Για άλλους τέλος, ένας στόλος στη θάλασσα. Αλλά για μένα, είναι να βλέπεις κάποιον να αγαπά κάποιον»
Σαπφώ (Γραμμένο τριαντατόσους αιώνες πριν, τις εποχές που υπέρτατη αρετή ήταν η ανδρεία, μια γυναίκα πρώτη τραγούδησε την αγάπη).