Πέμπτη 26 Απριλίου 2007

(ιστορίες νύχτας 2)

«Φοβάμαι το σκοτάδι, δεν θέλω να κοιμάμαι μόνος... με πιάνει ένα ρίγος»

...Η νύχτα καραδοκούσε σχεδόν πάντα στα δύσκολα. Τα ξέβραζε όλα αλύπητα, εξηγήσεις και επεξηγήσεις, αποκωδικοποιήσεις, τα παγωμένα κενά μιας άδειας αγκαλιάς, τους μονολόγους της καρδιάς, την υπόσχεση για αντίδραση την επόμενη μέρα, τις ερωτήσεις χωρίς απάντηση και την αντοχή της αναμονής μήπως και αύριο όλα θα είναι αλλιώς... (Σωτ.)...Εγώ μισώ και φοβάμαι τις νύχτες. Γιατί δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά έχω πρόβλημα με τον ύπνο, υποφέρω από αϋπνίες, που παλεύω να καταπολεμήσω χωρίς χάπια, με νάρκωση στην trash-TV, βαλεριάνες, Ίντερνετ και βιβλία αυτοβοήθειας. (Χάιδω) ...'Αφησα πολύ χρόνο ανεκμετάλλευτο στις νύχτες, με βουβά κλάματα, με το μαξιλάρι σφηνωμένο στο στόμα, για να πνίξω και να σβήσω κάθε ήχο, κάθε αποδεικτικό στοιχείο που θα έφερνε τις ενοχές μου στο προσκήνιο. Για να μην καταλάβει τίποτα η μέρα, κι εγώ να παίξω το ρόλο μου. (Σοφία) …»νύχτα!!! για άλλους το σκοτάδι και για άλλους το φως, για άλλους το τέλος και για άλλους η αρχή» τα μυστικά της νύχτας, θεατρικό παραμύθι για ερωτευμένους. ...η νύχτα έχει μυστικά και μάγια που μόνο οι τυχεροί ή ονειροπόλοι καλύτερα μπορούν να κατέχουν... αν και η εποχή διατάζει να σφαγούν όλοι οι ονειροπόλοι... (Ν.) Πολύ οικεία και συγκινητικά ήταν τα μηνύματα που στείλατε για το κείμενο της προηγούμενης εβδομάδας. Σε αυτά με την ειρωνική προσέγγιση για τους σεληνιασμένους διέκρινα ψήγματα μιας λογικής που διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως.

Λένε πολλά για όσους υμνούν τη νύχτα -και στα περισσότερα έχουν δίκιο-, για τους ποιητές και τα φεγγαροχτυπημένα που βρίσκουν κρυμμένο νόημα σε κάθε λέξη, σε κάθε θρόισμα της σελήνης, στο νυχτερινό παφλασμό των κυμάτων. Προφανέστατα αυτή η φυγή -με τα φτερά μιας καλπάζουσας φαντασίας- μοιάζει να πάσχει από μια εμφανή έλλειψη σοβαρότητας. Καμία αντίρρηση. Μόνο που όποιος βλέπει αυτή την πλευρά είναι σίγουρο που δεν υπήρξε ποτέ μέτοικος και μιας άλλης που υπάρχει αθέατη στο σκοτάδι. Στις νύχτες καταφεύγουν όσους καταδιώκει η μέρα, όσοι αδυνατούν να ανασάνουν τις οσμές που εκλύονται με το ξημέρωμα, όσοι προσβάλλονται από την ιλαρότητα των καταστάσεων και την ελαφρότητα των κριτών. Η νύχτα αδικείται από πολλούς γιατί κρίνεται εξ αποστάσεως με το φως της μέρας. Μην πετροβολάτε αυτούς που γύρισαν την πλάτη στην ενδυμασία της μέρας.

Μερικοί τα βράδια εκτίουν την αλλόκοτη ποινή τους με όλο το βάρος από το σκοτάδι να έχει συγκεντρωθεί σε μια μυτερή ακίδα που κάποιος τους έβαλε στο στήθος στο ύψος της καρδιάς. 'Αλλοι ζούνε μονάχοι χωρίς να το επιλέξουν, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που γέρνοντας να κοιμηθούν πλάι σε ένα άλλο κορμί νιώθουν περισσότερο μόνοι από ποτέ. Ακριβώς το μοιραίο λεπτό που κλείνουν τα μάτια οι μεν και οι δε, ξεκινάει το επισκεπτήριο των σκιών που σαρώνουν το πεδίο του νου. Στη χώρα του κενού εκεί που ο άνεμος γίνεται μαστίγιο, τη νύχτα ξεκινάει η πιο ανηλεής καταδίωξη.

«Φοβάμαι το σκοτάδι… δεν θέλω να κοιμάμαι μόνος, με πιάνει ένα ρίγος». Με παρακαλετά προσπαθούσα να πείσω τη γιαγιά μου πριν σαράντα τόσα χρόνια να μη μ' αφήσουν να κοιμηθώ μόνος. «Να μη φοβάσαι καθόλου…» έλεγε αυτή. «Αυτό που σε κάνει να ριγείς, είναι ένα χάδι, το τρυφερό χάδι της νύχτας… Κάθε φορά που το νιώθεις, να ξέρεις ότι υπάρχει κάποιος που σε σκέφτεται με αγάπη εκείνη την ώρα… Είσαι πολύ τυχερός!» Κι εγώ την κοιτούσα στα μάτια περιμένοντας να ακούσω κι άλλα. «…Γύρνα στο πλάι και δες πως η αγκαλιά σου θα γεμίσει…». Και γυρνούσα στο πλάι …κι έσκαγα ένα χαμόγελο αεροδρόμιο. «Και… αν αλλάξω πλευρό γιαγιάκα… θα φύγει;» Γλύκαινε το πρόσωπο της, με σκέπαζε μέχρι το κεφάλι και προσπαθώντας να κρατήσει μια σοβαρότητα, μου ψιθύριζε: «Μπα… τι λες… να δεις που μόλις κλείσεις τα μάτια, θα ακουμπήσει τα χείλη της στο αυτί σου, τόσο απαλά, που ούτε καν θα το καταλάβεις. Αυτά που θα σου πει δεν πρέπει να τα ακούσει κανείς άλλος, είναι λόγια της νύχτας, όμορφα…». Έπαιρνε βαθιά ανάσα και συνέχιζε ψιθυριστά «…Μόλις δει ότι αποκοιμήθηκες... Τσουπ, θα τρυπώσει και θα κολλήσει πάνω σου σαν βεντούζα, να κοιμηθείτε παρέα, να κάνετε όνειρα μαζί. 'Αντε… τώρα κλείσε τα μάτια, να έρθει στην αγκαλιά σου».
Επιμύθιο:
ένα καλό παραμύθι φθάνει για να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2007

(ιστορίες νύχτας 1)

Μια οκά σπασμένες νυχτερινές εικόνες

Λένε πως οι παλιές οι μάγισσες, τη νύχτα, αφού πρώτα λούζανε τα μαλλιά τους, αμέσως μετά πετούσαν τα ρούχα τους και γυμνές καβαλούσαν τον αργαλειό για να κατεβάσουν το φεγγάρι με λόγια μυστικά μαγικά. Έτσι έδεναν και ξέδεναν τα μάγια.

Τις νύχτες, τις έμαθα να τις ζω, από πιτσιρικάς που διάβαζα βράδυ παρέα με μουσική. Έτσι ανακάλυψα τη μαγεία τους. Από τότε τίποτε που πραγματικά να αξίζει δεν κάνω με το φως της μέρας. Όταν βραδιάζει μιλώ με μένα, ανάβω κεριά στο σπίτι, βλέπω αγαπημένες ταινίες, κυρίως αυτές που έχουν εικόνες, όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνται.

Ακούω πάντα ραδιόφωνο κι άλλες φορές μόνο μουσική που κάνει πιο συμπαθητική τη ζωή. Αυτές τις μικρές νυχτερινές στιγμές ο νους τρέχει σαν κάτι ηλεκτρισμένο με τσίτα τα γκάζια. Αυτό το κάτι, που σαν κουκίδα περνάει τόσο γρήγορα από μπροστά, διαφεύγει από τα μάτια της μέρας μέσα στη δουλειά και τις συναναστροφές. Αλλά πάντα ζωντανεύει τις νύχτες.

Προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη την μπουγάδα, από το χθες κατέγραψα εννέα βράδια που σημάδεψαν σύνορα στη ζωή μου:

Σε ένα κολπάκι από αυτά τα «κρυφά» του Πόρτο Καρρά, έξω από μια σκηνή σε μια προσωπική διαμάχη με τον εαυτό μου, σε ένα βουβό φλερτ έτρεμα κάτω από τον έναστρο ουρανό. Φοβόμουνα μη χάσω το τίποτα, αδύναμος να διεκδικήσω τα πάντα. (1989)

Μια σκληρή νύχτα που έφυγα από το σπίτι σαν τρελός και κατέληξα για ώρες να συγκρατώ δάκρυα που τρεμόπαιζαν στα μάτια, για μια απόφαση που δεν ήθελα, καθισμένος σε ένα παγκάκι στην παραλία, με τον Βαρδάρη να τρυπάει μέχρι το κόκκαλο το κορμί. Λεπτομέρειες ανυπόφορες. (1990)

Στο Κο-παγκάν ένα νησάκι στην Ινδονησία, που οι φοίνικες ακουμπούσαν σε μεγαλοπρεπέστατα κύματα, ενώ χαμογελούσε το φεγγάρι καρφιτσωμένο στα μονοπάτια του ουρανού. Κατάλαβα πως η ζωή ό, τι και να τρέχει είναι όμορφη πολύ. (1991)

Είχε ένα φεγγάρι χλωμό το βράδυ που γεννήθηκε ο γιος μου και ξενύχτησα μόνος στο σπίτι με σκέψεις τι πρέπει να μάθω τι να κρύψω. Δεν ήξερα ακόμη αν ήμουν χαρούμενος ή λυπημένος. (1997)

Ένα χειμωνιάτικο ξενύχτι αφιερωμένο στη απατηλή πίστη πως η ζωή μου ήταν πλήρης και δεν ήθελα τίποτε παραπάνω από όσα είχα ήδη στα χέρια μου. Όμως εκείνη η νύχτα έγινε πουλί και πέταξε, όταν κατάλαβε πως τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως θέλουμε να τα βλέπουμε. (1999)

Καβάλα-Θεσσαλονίκη νυχτερινή διαδρομή με άγρια προσπεράσματα και τη μουσική στη διαπασών κάτω από το κράνος, με την καρδιά να χτυπά δυνατά μεθυσμένη με άγρια χαρά σε ένα ταξίδι που το φώτιζαν χίλια αστέρια πλάι στη θάλασσα. (2000)

Στη Λισαβόνα στο κάστρο του 'Aι Γιώργη με τη μεθυσμένη πολιτεία να πλανάται κάτω από τα πόδια μου κι εγώ να δίνω σε μένα όρκο πως αυτή την εικόνα θα τη ξαναδώ τουλάχιστον άλλη μια φορά στη ζωή μου, έστω για μια βραδιά. (2001)

Με ένα τσιγάρο ένα συνηθισμένο βράδυ είχα εκμηδενίσει στο νου για πολλές ώρες την απόσταση από τα πλοία που αρόδο πάρκαραν στον Θερμαϊκό ως τα κάστρα που τα φώτιζαν κίτρινα φώτα. Ήμουν μπουκωμένος από τα καθημερινά αλλά ανάσανα τη μυρωδιά της σελήνης πάνω στη πόλη. (2004)

Στο Ηρώδειο η νύχτα έδειξε τη γεύση της, σε μια νόμιμα παράνομη συνεύρεση. Μπήκαμε στη ζούλα στο διάλειμμα και δεν ακούσαμε την άθλια συναυλία γιατί χαζεύαμε τα αστέρια και πλησιάζαμε με αγγίγματα διόλου τυχαία τις καρδιές μας. Άφησε να αιωρείται η υπόσχεση της ανάμνησης «για πάντα». (2005)

Μια σελήνη με ιάμβους να έχει γίνει μια αγκαλιά στους πρόποδες της Ακρόπολης. Με την εύνοια της Εκάτης «τα πόδια μας μπερδεύονται στις κλωστές που δένουν τις καρδιές μας». Σεφέρης. Παραμάσχαλα το «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». (2006)

Η νύχτα δεν είναι απλή περίπτωση, σβήνει ή σημαδεύει τις μνήμες, όσοι την αγγίξανε δεν κατάφεραν ποτέ να ξαναγίνουν σαν και πρώτα. Διευκολύνει με όνειρα κρυφούς πόθους, αλλά ζητά ανταλλάγματα, κουρσεύει χάδια και στο πέρασμα αφήνει αύρα τη θλίψη. Έχει έναν ανεξήγητο μαγνητισμό που απορυθμίζει τα ρολόγια. Ακόμη και στο κινητό τα πιο συγκλονιστικά μηνύματα, με ένα μαγικό τρόπο φθάνουν πάντα νύχτα. Όμως είναι και κάργα διεκδικητική, ίσως γι' αυτό κάθε φορά που συγκατοικούσα, μου έκλεινε τα μάτια για τιμωρία πριν τα μεσάνυχτα και ας ήμουν χορτασμένος από ύπνο. Μόνο όταν είμαι μόνος στο σπίτι, προσφέρεται απλόχερα.

Αν είστε αιχμάλωτοι της σαγήνης της μπορείτε την επόμενη εβδομάδα στη συνέχεια αυτών των λέξεων εδώ να «ξεσπάσετε» χωρίς σαβουάρ βιβρ… Όσο κρατά ο ανθός των αναμνήσεων ας τον τιμήσουμε. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, επώνυμες ή ανώνυμες απόψεις θα είναι πάντα ευλαβικά προστατευμένες από το νόμο της φιλοξενίας. Στη διάθεσή σας η σελίδα, να μοιραστούμε τις νύχτες και τα φεγγάρια μας. Να ξανανέβει και η θερμοκρασία με παράφορα συναισθήματα.

Τρίτη 10 Απριλίου 2007

Ευχή: να ανάψουν πολλά κεριά την Ανάσταση

(σε ένα ζεστό περιβάλλον μπορεί να λιώσουν οι παγωμένες καρδιές)

Δεν πιστεύω στο Πάσχα, δεν διαθέτω καμία πίστη αλλά από πάντα μια μεγάλη ανάγκη να ανακατευτώ με ευλαβείς πιστούς. Σέβομαι ιδιαίτερα πολύ, όσους μέσω της θρησκευτικής γιορτής εκφράζουν το σεβασμό τους, αλλά όχι όσους δεν νηστεύουν από επιθυμίες. Όταν ήμουν πιτσιρίκος, η χειρότερη ώρα ήταν που με ξυπνούσαν και μου φορούσαν τα καλά μου για την Ανάσταση. Εκεί με επίπλητταν να προσέχω τη λαμπάδα για να μην κάψω τη κυρία μπροστά μου που ειχε ντυθεί λατέρνα. Με ένα διάλειμμα 20ετίας διαπίστωσα ότι δεν άλλαξαν πολλά από τότε. Οι παπάδες ευτραφείς ήταν, υπέρβαροι γίνανε και από το κερί περάσαμε στο σύμβολο της διαστημικής λαμπάδας. (Κατά τα άλλα πάντα παραμένει το πιο μεγάλο θέατρο εθελοτυφλίας, με τους ηθοποιούς να κραυγάζουν και να ασπάζονται ο ένας τον άλλον.)

Κάποτε με οδήγησε το τρένο της φυγής στο Όρος, μακριά από τα μοναστήρια σε μια ασκητική κοινότητα. Την πρωινή λειτουργία εκείνης της Κυριακής, με το πρώτο φως-ακτίνα λέιζερ να σκίζει τα σκοτάδια, κρυμμένος σε ένα στασίδι, θες τα λιβάνια, θες οι θείες μορφές κάποιων ασκητών, θες οι μελωδικές φωνές, θέλεις κάτι άλλο που δεν εννοώ, με γέμισαν δάκρυα, τι δάκρυα… ένα κλάμα με αναφιλητά σαν μωρό παιδί για πολύ-πολύ ώρα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, τα κατακόκκινα μάτια μου τα πήρα κι έφυγα τρέχοντας στο αμέσως επόμενο δίωρο όταν στεκόμουν αμίλητος ανάμεσα στους ευλαβείς επισκέπτες. (Από σεβασμό για όσα πιστεύουν, για αγγέλους που γίναν χτίστες και για βελζεβούλια που πετούσαν στο δωμάτιο του μοναχού, βούλωσα το στόμα μου και καθόμουν εξαντλημένος αλλά και βαθύτατα ανακουφισμένος στη γωνιά μου. Και παρακολουθούσα...)

Εκλεκτός οικογενειάρχης, πετυχημένος επιχειρηματίας, με δύο παιδιά ξεκίνησε την κουβέντα: «Εμένα αδέλφια η σημερινή μέρα με γέμισε ελπίδα, χαίρομαι που σας γνώρισα, που είμαστε έτσι εδώ όλοι παρέα». Αισθανόμουνα σχεδόν μια ταύτιση μέχρι εκείνη την ώρα... «Θα μου λείψετε τώρα που θα βγω έξω (απο το Όρος εννοούσε) και θα βρεθώ πάλι ανάμεσα σε αυτές!!!!! Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, εγώ όποιο θηλυκό συναντώ τις πρώτες ώρες, κάθε φορά που φεύγω από εδώ, βρωμάει, όλες βρωμιάρες είναι»...!!!!!!! Και όλοι συμφώνησαν προσθέτοντας και άλλα, που είναι εμετικό να ακούς από ανθρώπους 30, 40- και. Την έκανα με χίλια από τους φρενοβλαβείς. (Γκρινιάζω πολύ, το ξέρω, αλλά σκάω όταν βλέπω όλο και περισσότερα κεριά να σηκώνονται για να κρυφτούν από πίσω, όσα γίνονται αλλά δεν λέγονται.)

Κατανοώ ότι πολλοί χρησιμοποιούν σαν άλλοθι τη θρησκευτική γιορτή για να βγούνε να ξεσκάσουν, να περάσουν καλά. Και η αλήθεια είναι πως μόνο στη δεύτερη κατηγορία μπορώ να εντάξω την παρουσία μου. Έχω καλές αναμνήσεις αλλά ο νοσηρός ψυχισμός μου με οδήγησε και σε μέρη που συνηθίζεται να πηγαίνεις τέτοιες μέρες και καταριόμουν την ώρα που έφυγα από το σπίτι μου. Είδα δουλικούς ανθρώπους να απευθύνονται με ύφος αφέντη προς υπηρέτη σε ταλαίπωρους σερβιτόρους. Μεγάλα τραπεζώματα που μετά το σαβούρωμα, ξεκινάνε πρόστυχα ανέκδοτα, πονηρά βλέμματα, ενώ οι γυναίκες συνειδητά αποσύρονται για να πουν τα δικά τους. («Ξέρεις τι καλό παιδί είναι; Κουβαρντάς, χωρατατζής!».)

Προτιμώ την πόλη που ερημώνει από τη θορυβώδη παθολογία της και ας καταντήσω να βλέπω στην τηλεόραση βλαμμένους να αυτομαστιγώνονται. Η αλήθεια είναι ότι πολύ θα 'θελα να βάλω μπάρες στην είσοδο στην μεγάλη επιστροφή, για να παραμείνουν όσοι γίνεται περισσότεροι στα χωριά τους, «νοσταλγοί της φύσης». Επιλεκτικά να επιτρέπεται η επάνοδος μόνο σε όσους έχουν γράψει στο κοντέρ ώρες περιήγησης σε παραλία, πάρκα, περιαστικά δάση της πόλης. Προτιμότερο από το να κάνεις διακοπές από τη ζωή 10 μέρες για να την εξωραΐσεις τις λοιπές 355... (Τα όνειρα δεν σε κυνηγούν, εσύ πρέπει να τα πάρεις στο κατόπι.)

Συν όλα τα άλλα, τέτοιες μέρες πρέπει να αποφύγεις και τους καλοσυνάτους φίλους που επιμένουν να πας μαζί τους για να μην είσαι μόνος. Συγκινητικό και επιπλέον πολύ ποθητό θα ήταν, αν μαζί δεν έσερναν καμμιά δεκαριά υποχρεώσεις. (Ανθρώπους που δεν επέλεξες να δεις όλο το χρόνο γιατί να τους φας στη μάπα σε γιορτινή συσκευασία;)

Κάποιοι σε μια απέλπιδα προσπάθεια επιλέξαμε αυτή τη ζωή από το να μας καταδυναστεύει η μετά θάνατο ελπίδα. Γι' αυτό και μάθαμε κουπί. Δεν έχω καμία πίστη, πιστεύω πολύ σε κάποιους, έχω επιστήθιες φιλίες που με συγκινούν, ερωτεύομαι και δίνομαι σε ό, τι τραβάει την ψυχή μου, κάνω πολλά λάθη και πληγώνω ανθρώπους αναζητώντας πάντα να ανακατευτώ με την παρέα αυτών που δίνονται, που ψάχνονται, μήπως τα πράγματα είναι κι αλλιώς. (Κατανοώ όσους έχουν μια πίστη, αλλά σέβομαι μόνο όσους την εφαρμόζουν στη ζωή τους).