Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007

Άνθρωπος = εκδικητικό ζώο

(«Σου τα έλεγα εγώ, τώρα καλά να πάθεις!»)

Πάνε 25 χρόνια από τότε αλλά το θυμήθηκα πρόσφατα. Ήταν Κυριακή απόγευμα στη μεγάλη επιστροφή από Χαλκιδική, στον παλιό το δρόμο με τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας. Με την τρέλα της ηλικίας και μπροστά στην σχεδόν ακινητοποιημένη ουρά, βγήκαμε στο αντίθετο ρεύμα και αρχίσαμε να καταπίνουμε τα χιλιόμετρα. Όταν στο βάθος του δρόμου εμφανίστηκε ένα λεωφορείο, όπως ήταν λογικό, επιχειρήσαμε να επανέλθουμε στη λωρίδα μας. Και εκεί συνέβη το εξής εκπληκτικό. Σχεδόν όλοι οι νομιμόφρονες οδηγοί με φρένο - γκάζι προσπαθούσαν να αποτρέψουν την επαναφορά μας, στο δε μεγαλύτερο άνοιγμα που υπήρχε, ένα Opel με μια χαρακτηριστική μανία, στην προσπάθειά του να μας εμποδίσει, κόντεψε να πέσει στο μπροστινό σταματημένο όχημα. Αποτράπηκαν τα χειρότερα χάρη στην ετοιμότητα του λεωφορειοδηγού που κατάφερε, πατώντας έγκαιρα φρένο, να σταματήσει σχεδόν ένα μέτρο μπροστά μας. Βγήκαμε έξω, η θείτσα από το Opel ανέβασε βιαστικά το παράθυρο και με έκδηλη ευχαρίστηση ενώνοντας τις άκρες των δαχτύλων από το δεξί χέρι έκανε μεγαλοπρεπέστατα την κίνηση από το ύψος του λαιμού προς την κορσεδένια κοιλίτσα της βελάζοντας ένα «ωχχχ καλά να πάθετε».

Μια παρέα από 20χρονα ήμασταν που κάναμε πολλαπλά λάθη στην απόπειρα να γνωρίσουμε, να αντιδράσουμε, να δοκιμάσουμε. Μπορεί την εποχή εκείνη να φερόμασταν ανόητα ή να υπήρχε κάποιος λόγος που βγήκαμε στο αντίθετο ρεύμα για να προσπεράσουμε όλη αυτή την ουρά. Οι άλλοι οδηγοί ενσυνείδητα και με φανερή προσπάθεια εμπόδισαν την απόπειρα να επιστρέψουμε στο ρεύμα μας. Ακόμη αναρωτιέμαι αν έπρεπε να σκοτωθεί κάποιος προς τέρψιν της νομιμοφροσύνης. Από τότε αυτό το «καλά να πάθεις» το συναντώ συνέχεια μπροστά μου.

Πρόσφατα στην τηλεόραση παρακολουθήσαμε το βίντεο από το βασανισμό δύο «αλλοδαπών» κρατουμένων ( η «μη ρατσιστική» κοινωνία μας φροντίζει να έχει σχεδόν πάντα κάποιον διαχωρισμό για τους παραβάτες, αλλοδαπούς, τσιγγάνους, αλλόθρησκους, ψυχολογικά ασθενείς, αναρχικούς, σατανιστές). «Γιατί πήγατε να κλέψετε τη γυναικούλα ρε;», ακουγότανε μια φωνή και ξεκινούσε το παιχνίδι με τα σκαμπίλια. Αντίστοιχα και το θύμα όταν παρουσιάστηκε στην οθόνη δεν μπορούσε να κρύψει την ηδονή του... καλά να πάθουν... Και αναρωτήθηκα πόσο εκδικητικά τέρατα μπορούμε να γίνουμε;

Αιώνες ιστορίας έχουν να επιδείξουν την οπισθοδρόμηση του πολιτισμού με τις συγκεντρώσεις του πλήθους για να παρακολουθήσουν τον εξευτελισμό αυτού που, κατά τους κοινωνικούς νόμους, έσφαλε ή πήγε ενάντια στις συνήθειες της εποχής. Και όπως σε αρχαία αρένα έτσι και σήμερα στην τηλεόραση συγκεντρώνεται το πλήθος να παρακολουθήσει την αποπομπή, τον ηθικό ξυλοδαρμό. Η αθώα άκακη γυναικούλα, ο συμπαθητικός γεράκος, ο φιλήσυχος οικογενειάρχης λυσσάει για εκδίκηση, μοιάζει να δικαιώνει την ύπαρξή του, όταν ακούει τις ποινές που επιφυλάσσονται στους παραβάτες.

Τι στα αλήθεια κρύβεται πίσω από την ψυχοπαθολογία του «καλά να πάθεις» και γιατί κυρίως στο πιο φιλήσυχο αλλά και ψευδεπίγραφο κομμάτι της κοινωνίας προκύπτει μια αγαλλίαση από την τιμωρία του άλλου... Το «καλά να πάθεις» έχει εφαρμογές σε κάθε σελίδα που γυρνάς, όταν παίρνεις μια απόφαση. Ο φίλος, ο συγγενής που σου έλεγε μην αντιδράς, μη διεκδικείς, μην ανοίγεσαι επαγγελματικά, μην επιθυμείς, μη ρισκάρεις, μην επεκτείνεσαι, μη διαμαρτύρεσαι, μην κάνεις κάτι νέο, μην ταράζεις τα νερά, μη μη... αισθάνεται δικαιωμένος μόνο μέσα στη αποτυχία σου. Στα έλεγα εγώ, τώρα καλά να πάθεις. (Χαζός είμαι εγώ που κάθομαι στ αυγά μου;)

Εάν αυτή η εμπάθεια δεν είναι παθολογικό σύμπτωμα, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η χολεριασμένη αντίδραση είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους. Και εάν δεν είναι έμφυτη, τότε είναι επίκτητη. Το καλοσυνάτο θύμα αν είχε τη δύναμη, θα αυτοδικούσε με πάθος και αγανάκτηση. Έπραξες λάθος, πρέπει να υπάρξει τιμωρία. Αιώνες πολιτισμού και διδαχές θρησκειών εν ριπή οφθαλμού καταρρίπτονται, αν σου πάρει ο άλλος το παρκάρισμα, αν σου φάει τη θέση στη σειρά. Απώλεια και τιμωρία. Εκπαιδευόμαστε με γνώμονα την απώλεια του χαμένου παραδείσου και την τιμωρία της κόλασης.

Και όταν στέκεις παραπέρα ως απλός θεατής, τι στερείσαι εσύ όταν ο άλλος αποτύχει ή σφάλει; Τίποτε απολύτως. Απλά δεν υπάρχει πουθενά χώρος για επιείκεια, αγάπη, για μια αγκαλιά. Μετά την πρώτη αντίδραση βέβαια, όταν αρχίσουν οι πληγές να τρέχουν και εμφανίζονται οι συνέπειες από το αίμα που ζητεί το πλήθος, τότε που ο θύτης γίνεται θύμα του συστήματος, πέφτουν και τα πρώτα κροκοδείλια(;) δάκρυα συμπαράστασης.
Βαθιά μέσα όμως, έχει ριζώσει για τα καλά εκείνο το «καλά να πάθει».

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Αυτά που σε αποξενώνουν πάντα θα σου γλυκομιλάνε



Μια ήπια πτώση από την κυριακάτικη εξόρμηση με μηχανές με κρατάει εσώκλειστο με τα νεύρα να τριγυρνάνε απρόσκλητα πάνω από το κεφάλι μου, αναζητώντας θέμα για να γράψω. Όταν δεν έχεις κέφι, είναι μαρτύριο. Ψάχνεις αφορμές, αναζητάς να κλέψεις λέξεις, αλλά το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές είναι άθλιο.Δεν ήθελα να το ζορίζω πολύ, προτίμησα να κάνω ανακωχή και με αφορμή την έκθεση βιβλίου στην παραλία είπα, με έπαρση, θα ξεπετάξω τη σελίδα, γράφοντας για τα αγαπημένα βιβλία και μέσα στην επικαιρότητα θα είμαι. Κατανόησα πού έμπλεξα μόνο όταν κατέβασα καμιά 50αριά από τη βιβλιοθήκη και για ένα σχεδόν τρίωρο χάθηκα στις σελίδες τους, σε υπογραμμίσεις, ψάχνοντας κάποια αγαπημένη παράγραφο, ή αναζητώντας την ηδονή να ξαναδιαβάσω ένα κεφάλαιο. Η απόσταση από τη χρονική στιγμή της ανάγνωσης λένε κάνει καλύτερη την κρίση. Απλοϊκή σκέψη! Μόνο το μάτι δεν χορταίνει! Πώς να διαλέξεις, σε πόσα να περιορίσεις τη μεροληψία σου; Πόσα να αδικήσεις, όταν τα αγαπημένα τρίζουν από το βάρος τους…

Αποξενώνεσαι, έλεγε η μάνα μου, δεν με προσέχεις έλεγαν οι σχέσεις μου. Πώς να απορρίψω όλα αυτά που με μεγάλωσαν, να κάνω πως δεν βλέπω τα κολλητάρια μου; Και τα βράδια σε ποιες σελίδες να χωθώ αν σήμερα τις περιφρονήσω; Και στρεψόδικα, αποφάσισα να γράψω τουλάχιστον για όσα κατέβασα. Μια κραυγαλέα περίπτωση, που για να μη προσβάλεις τις μνήμες σου κάνεις την αδυναμία να επιλέξεις να μοιάζει συνετή. Κανονικά υπολόγιζα πως θα αράδιαζα μερικούς τίτλους και καθάρισα. Αλλά πώς να παραθέσεις ξερά έναν τίτλο και να μην πεις μια κουβέντα, να αντιγράψεις δυο λόγια, να υμνήσεις τον συγγραφέα που γουστάρεις, να εστιάσεις στα ιδιαίτερα γνωρίσματα. Πώς να εξηγήσεις γιατί, ενώ εσένα μπορεί το στομάχι σου να γίνεται κόμπος, στον παραδίπλα μπορεί να προκαλεί βαρεμάρα. Ξεκινώ χωρίς κάποια σειρά και αξιολόγηση παίρνοντας από τη στοίβα ένα στη τύχη:

Το «Κάστρο της μνήμης» (Καστανιώτης) είναι ένα λογοτεχνικό μνημείο προς τιμήν της Ελλάδος, έγραψε η LE MONDE. Ένα βιβλίο για τη διαφύλαξη της συλλογικής μνήμης των Ελλήνων, της ταυτότητας και της γλώσσας γράφει με σοβαροφάνεια στο οπισθόφυλλό του το δελτίο τύπου. Λέω ότι διαβάζεται, συγκινεί και σε κάνει να ζηλεύεις που δεν ήσουν εκεί, ένα από τα παλικάρια του Κώστα Μπέκα, στο μικρό και άσημο Παλιόκαστρο, να πάρεις μέρος στη μάχη. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Άρης Φακίνος το θεωρεί το σημαντικότερο έργο του μέχρι σήμερα.

<Το δικό τους δένδρο είχε έξη ορόφους και ήταν πάνω στην Αγίου Δημητρίου. Τρύπα ευρύχωρη με δύο δωμάτια και ένα σαλόνι σαν χελιδονοφωλιά… Εκεί για χρόνια ένας γερο-καθρέφτης τους έλεγε ψέματα, όταν τον ρωτούσαν αν υπάρχει πιο όμορφο μέρος στον κόσμο έξω από τη φωλιά τους.> Βορειοελλαδικός ο χώρος, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη. Ισίδωρος Ζούργος «Στη σκιά της πεταλούδας». Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τους αποτυχημένους. Επέλεξα να το κάνω μέσα από ένα ιστορικό μυθιστόρημα….

«Σύνδρομο αγοραφοβίας» (Καστανιώτης), Κωστή Παπαγιώργη. Διανοούμενος, συγγραφέας, αιρετικός, αιχμηρός, στοχαστής, όλα στον υπερθετικό βαθμό… Η πέμπτη σελίδα του σαββατιάτικου «Επενδυτή», ο οπαδός-αρθογράφος του αθηναϊκού Lifo, και η πρώτη σελίδα για να διαβάσεις στο Αθηνόραμα. Αλκοολίκι για τους φανατικούς οπαδούς του η γραφή του. Αριστουργήματα τα βιβλία περί μέθης, ζήλειας, τη φιλία, για τους νεκρούς, τον πόλεμο. Διάλεξα το συγκεκριμένο, γιατί ήταν αποκαλυπτικό σε μένα για τον συγγραφέα που η ζωή του διόλου δεν απέχει από τη σκέψη του.

Ο Μάνος, η Αριάγνη, ο Γαρέλας, η Μπατ, η Έμμη, ο Αδάμ, ο Αβδουλμετζήτ, η μαυλιστική αφή ενός γυναικείου στήθους, οι νερατζιές, η Αλεξάνδρεια, το ταβερνάκι στο Επταπύργιο, τα μενεξελί μάτια της Λαίδη Νάνσυ, το χέρι μου να ξεχαστεί αν ποτέ σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ, ο Μαχητής, η Λέσχη, οι κομμένες κεφαλές, ο Γιούνες, το ζικρ, τα λα Ιλλάχα ιλλ Αλλάχ, η Ελληνική Ταξιαρχία, το Ανθρωπάκι... Αν κάποτε έμπαινε το άθλιο δίλημμα να κρατήσω μόνο ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη μου, με κλειστά τα μάτια θα διάλεγα από την τριλογία του Τσίρκα, Ακυβέρνητες πολιτείες «Η Λέσχη», «Αριάγνη», «Νυχτερίδα» (Κέδρος). Κάποιος φίλος με χλεύαζε όταν έλεγα ότι τα έχω διαβάσει πάνω από 7-8 φορές και όταν τα δάνεισα κάποτε σε μια πρώην αγαπημένη κι άκουσα ένα ανόητο σχόλιο εννόησα γιατί δεν με ενόχλησε που έγινε πρώην.

Συνεχίζονται την επόμενη εβδομάδα

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

τα σαλιγκάρια βγαίνουν εκδρομή



Άγνοια ή αυθάδεια;
Τρία σαλιγκάρια μου κόβουν το δρόμο.
Σαδιστικά μπαίνω σε ένα πειρασμό να διαψεύσω το μέλλον τους! Έτσι που τα βλέπω κατάκοπα με ελκύει να γίνω θεός στα μάτια τους, να τα σηκώσω από τη μέση της διαδρομής και να τα ακουμπήσω σε ασφαλή άκρη. Αραγε κάνανε την προσευχή τους σήμερα; Δαγκώνω τη γλώσσα μου που το σκέφθηκα... Οι καλύτερες μέρες είναι πάντα αυτές που ένα αόρατο χέρι προσφέρει ό, τι δεν περιμένεις, έχοντας προηγηθεί αέρας να φυσά, βρόχη και ύστερα πάλι ήλιος. Τι άλλο να είναι αυτές οι μέρες, παρά ένα χάδι στα ακάλυπτα μέρη του κορμιού, ένα κάψιμο και μια γουλιά που ξεδιψά. Μια ανάσα από χείλη που κολλήσανε στο λαιμό, γιατί εχθρεύονται τις λέξεις.

Όταν οι λέξεις τρέχουν στο κεφάλι μου ανταγωνιστικά ποια θα βγει πρώτη, βάζοντας τρικλοποδιά η μια στην άλλη, μπερδεύονται και γίνονται μυστήριο τραίνο. Τι αγένεια... θα μπορούσαμε όλοι μαζί να συνταξιδέψουμε σε ένα τραίνο, να χαϊδευόμαστε, βράδυ ξάπλα σε κουκέτες ποτισμένες από τη μυρωδιά μας. Τι σημασία έχει πού θα φθάσουμε το πρωί, ονειρεύομαι... Έτσι είναι! Έχουμε τα μάτια ανοιχτά, μπορεί να μιλάμε άρρυθμα, άστοχα, αλλά ονειρευόμαστε μεθοδικά σταθερά και με ρυθμό. Μαζεύουμε αναμνήσεις στο κεφάλι, ενώ οι αισθήσεις γίνονται ένα προστατευόμενο πάρκο, καταφύγιο για άγρια χάδια. Κάνουμε βόλτες μήπως και κάτι μετακινηθεί -όπως παλιά βαρούσαμε ένα μηχάνημα να ξαναπαίξει- ελπίζοντας να ξαναφέρουμε κοντά αυτά που ζήσαμε, άσχετα μεν και μακρινά με το περιβάλλον, κοντινά δε των συναισθημάτων μας. Άλλοτε πάλι τραβάμε για σημαδεμένες γωνιές. Δεν γίνεται στη Θεσσαλονικη πρωί Κυριακής να μην πίνεις τον καφέ στα ψηλά και ας άλλαξε θέση το μαγαζάκι. Παραμένουν οι ίδιοι γείτονες.

Όποιος κατεβαίνοντας από τα κάστρα κοιτάξει στο βάθος, πριν τη στροφή του νοσοκομείου, θα πέσει αυτές τις μέρες πάνω σε μια ανοιχτή τρύπα στο τοιχάκι που περικλείει τα νεκροταφεία. Δεκάδες μνήματα από μάρμαρο ξεχωρίζουν από μακριά, στέκονται αναποφάσιστα, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν σαν τους σκάσεις το παραμύθι ότι στα μέρη τους κατευθύνονται κάτι σαλιγκάρια που πεθύμησαν λίγη γαλήνη. Κάποια μέρα πρέπει όπως κατεβαίνω φουριόζος, να περάσω μέσα, να μπερδευτώ μαζί με την στρατιά, να μη ξεχωρίζω, να περπατήσω ανάμεσά τους, να δείξω πως πέρασε και ο δικός μου παλιός φόβος. Πού έφθασε όμως και τι πήρε μαζί του, τι απέμεινε, μόνο μια βόλτα θα απαντήσει.

Λίγο πιο πάνω, στο μπαλκόνι μου, τα γιασεμιά φέτος κρατάνε μυρωδιά για το βράδυ που επιστρέφω και άνθη εδώ και δυο βδομάδες, Τα λεμόνια σε μέγεθος ελιάς, είναι πράσινα. Δεν κρύβω τη χαρά μου, όποιος έρχεται τον σέρνω να του δείξω τους μικρούς καρπούς. Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερα, αν τους έλεγα καλές κουβέντες, αν έδινα υποσχέσεις ποιες ήταν αυτές και πού αλλού έχουν εφαρμογή. Προσπαθώ να θυμηθώ, ποια περισευούμενη έγνοια τα αγκάλιασε από πέρσι που τέτοια εποχή τα κουβαλούσα. Και αυτά, άντε καλά είναι καλοζωισμένα, τα άλλα όμως ποια έγνοια τα τρέφει και ένα δέντρο ξεπηδάει μέσα από το αμίλητο τοιχάκι των κοιμητηρίων, ένα άλλο φυτρώνει λίγα μέτρα παραπάνω στα πλευρά του αρχαίου τείχους; Πόση διάθεση ζωής κρύβει ένας σπόρος που με αυθάδεια ξεπήδησε από τη λάσπη που ενώνει δυο πέτρες ένα μέτρο πάνω από το έδαφος; Περνώ από εκεί καθημερινά, κουβαλώντας χέρια, πόδια, κορμό, αλλά φευ, το κεφάλι το αφήνω συνήθως κάπου ξεχασμένο μέχρι να καταλάβει πόσο απέχει από το καπέλο του μάγου (αυτού που βγάζει κουνέλια και περιστέρια, από μέσα).

Αναζητώντας αφορμές για σενάρια φυγής και οπτικές απάτες, κατέληξα πως αν δεν σου βγαίνει η ταχυδακτυλουργία στην καθημερινότητα θα βραχείς! Γιʼ αυτό παράτα τα προσωρινά και δοκίμασε τα οπτικά σεργιάνια χρησιμοποιώντας την απόλυτα μαγική λέξη: «Εκ-δρο-μή», «εκ–δρο–μήη»! Όταν ρυθμικά την επαναλαμβάνεις ακόμη και τα σαλιγκαράκια υπακούν. Είναι η συμφερότερη οδηγία προς ναυτιλομένους που κάπου χάσανε τον προορισμό.

Νέα πορεία: Με μηχανές κάπου για Χαλκιδική, με ενδιάμεσους σταθμούς για μπουγατσούλα και καφεδάκι και μετά ανάβαση στα στροφιλίκια του Χολομώντα, για να καταλήξουμε σε παραλίες που ο βυθός μας ζεσταίνει. Μέχρι την τελευταία στιγμή βέβαια πάντα παίζει να τραβήξουμε και κατά Όλυμπο μεριά, στα ψηλά, για να μαζέψουμε όσο πιο πολύ ήλιο μπορούμε! Εκεί κάναμε από το χειμώνα ονειροσχέδια να μαζευτούμε όσοι ζούμε σκόρπια, για ένα καλοκαιρινό πάρτι αυστηρά για χαμογελαστούς ανθρώπους. Κλειδώνουμε υποσχέσεις και πάμε οδικώς στη Lisbon με συνεπιβάτες μεγάλα χαμόγελα που ξέρουν να χορεύουν και να τραγουδούν. Έτσι! Μια και ζούμε μόνο για μια φορά, να ξέρουμε τουλάχιστον ότι κάναμε όλα τα λάθη, πριν αποκαλυφθούν ποιά ήταν τα σκάρτα. (Πριν την εκδρομή πρέπει να θυμηθώ να φωτογραφίσω τη λεμονιά και να πάρω μια λάγνα γαρδένια)...