Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

ιανουάριος (ότι δεν γονιμοποιεί το μυαλό πρέπει να πεθαίνει)

Ξύπνησα σήμερα στις 5, στα ξαφνικά, χωρίς εν πρώτοις να μπορώ να εντοπίσω αν υπάρχει κάποιος φανερός λόγος. Ήθελα να γράψω κάτι για τη νέα χρονιά, τις συνηθισμένες δηλαδή κοινοτυπίες για στόχους, σχέδια, θα κάνω, θα γίνω και όλα τα είσαι η ελπίδα μας.
Μου τα ανέτρεψε το βραδινό όνειρο. Δεν θέλω να το πω, μην το μαγαρίσω. Μπορώ όμως να περιγράψω τις μετέπειτα σκέψεις ή τουλάχιστον κάποια ψήγματα που επέστρεψαν.

Οραματίστηκα το μυαλό μου. Στρογγυλό, να έχουν απομείνει τρύπες εκεί που ήταν αγκάθια. Έτοιμο, κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί, να ρουφήξει όλους τους ρόλους που έχει κληθεί να παίξει. Έχει τη δική του οπτική που μπορεί να κοιτάζει όσα συμβαίνουν γύρω του, όπως μπορώ να το κάνω και εγώ, όπως μπορούν να το κάνουν όλοι.

Η διαφορά μας είναι ότι αυτό κρατάει πράγματα μέσα του. Έχει αποθηκεμένα τραγούδια, σοκάκια, φυσιογνωμίες, απογεύματα, πρωινά, σελίδες από βιβλία, αποσπάσματα από συνηθισμένες μέρες, ασυνήθιστα περιστατικά, τοπία, θερμοκρασίες, εικόνες πίσω από ένα παράθυρο, ιστορίες εντός και εκτός πόλεων, μπαλκόνια, διαδρομές με αυτοκίνητα και κυρίως μνήμες από ανθρώπους, ω ναι ανθρώπους.

Και όλα αυτά, αντί να είναι σε κουτάκια με ετικέτες ώστε να ανασύρεις κάθε φορά αυτό που χρειάζεσαι, είναι ανάκατα. Εντελώς μπερδεμένα. Το διαπιστώνω κάθε φορά από την πορτοκαλί δέσμη φωτός που ανιχνεύει, το αντιλαμβάνομαι όταν αυτή χάνει τον δρόμο και ενώ αναζητά π.χ. τις Δευτέρες μου, καταλήγει σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια που φορούσα πριν 10 χρόνια και είχε ξεφτίσει το αριστερό κορδόνι. Κουλό και αθέμιτο. Θα προτιμούσα να ήταν σαν τα παλιά τζουκμπόξ. Να πατάω Α14 και ο δίσκος να φωνάζει παρών, έφτασα. Να πέφτει πάνω του εκείνη η βαριά βελόνα και να αρχίζει το παραμύθι. Πάντα το ίδιο, χωρίς παραλλαγές. Αυτό που αγάπησα, αυτό που αντιπάθησα, αυτό που ξέχασα, να το επαναλάβω. Αντ’ αυτού πετάγεται κάτι άσχετο και μένουν απέξω οι θάλασσες μου. Ούτε καν η μυρωδιά της πλέον αγαπημένης μου δεν φθάνει σε μένα.

Το περίεργο είναι ότι στο όνειρο αυτό που με τραβάει από το μανίκι εκλιπαρώντας την προσοχή μου είναι η απλότητα, η καθαρότητα των γεύσεων, η διαφάνεια του φωτός. Τα θέλω, τα επιμένω, τα αντιστέκομαι, το αριστερό, το δεξί, το άσπρο, το μαύρο, το αλάτι, το πιπέρι, το ζεστό, το κρύο. Κοίτα κλαίω. Κοίτα γελάω. Τώρα δουλεύω. Τώρα μαγειρεύω. Τώρα κάνω βόλτα γιατί θέλω να κάνω βόλτα. Δεν υπάρχει άλλος λόγος. Δεν υπάρχει κάτι πολύπλοκο. Όχι οι συνδυασμοί τους. Όπως αυτά τα ψυχοβγαλτικά, τα γλυκόξινα «κάνει ζέστη, κρυώνω». Μα είμαστε εντελώς ηλίθιοι να παιδευόμαστε με ανούσια ερωτήματα;

Χθες κατά τις 10 το βράδυ στο φανάρι της Ευαγγελίστριας περίμενε ένα πιτσιρίκι . Έκανε πολύ κρύο. Ενώ ήταν ντυμένο με ένα μπουφάν και ένα σκουφάκι αρκετά ζεστά, το είχαν αφήσει χωρίς παπούτσια, μόνο με τις κάλτσες. Για να συγκινεί. Αν μη τι άλλο ο στόχος επετεύχθη. Δυο πανέξυπνα ματάκια. Μάζεψα ό,τι κέρματα είχα και τα έδωσα πριν προλάβει να πει κανένα σπαραξικάρδιο τροπάρι. Όχι μαλακίες και χαρτιά για εγχειρίσεις, για αδελφάκια και παιδιά που θα νοσηλευτούν, όχι χαρτομάντιλα και αηδίες. Το πρόσωπο του έγραφε «Κοίτα, είμαι εδώ, κάνει κρύο και θέλω λίγα χρήματα».

Ναι, η μόνη αλήθεια είναι αυτή που σου εμφανίζεται χωρίς σου-μου–του και παρηγοριές του ποδαριού. Πεινώ, διψώ, σε θέλω, θέλω δουλειά, πονώ, λυπάμαι, χαίρομαι. Η αιφνίδια λάμψη της όταν αποκαλύπτεται καίει τα πάντα. Ο ήχος της, αθόρυβα αιχμηρός. Αυτό το πρωινό (σήμερα μέρα των Φώτων), ανατρίχιασα με την ίδια ηδονή που βιώνεις όταν ο ήλιος πέφτει πάνω σου σε παραλία καλοκαιρινή, μετά την πρωινή βουτιά. Στην καρδιά του χειμώνα, με το χιόνι παρά πόδας, εμένα το μυαλό μου κυλάει στις θάλασσες... Μα δεν έχω άλλα λόγια να περιγράψω την παράξενη άγρια χαρά μου. Μόνο πως πίσω από κάθε όνειρο αναμένει σχεδόν πάντα στη σκιά μια τουλάχιστον άνοιξη, από αυτές ακριβώς που ξυπνάνε τις μνήμες του σώματος. (Όπως μετά από κάθε σφαγή, μετά τη βροχή, αν αφήσεις τους ήχους να ακουστούν μετά τη ξηρασία των μεγάλων ερήμων, αλείβεσαι με μέλι για να τραβήξεις πάνω σου τις μέλισσες να τσιμπολογήσουν).

Για το νέο έτος είναι ζόρικες οι προβλέψεις, περιγράφονται ζοφερά τα πράγματα. Όμως αυτές οι θεωρητικές προσεγγίσεις χωράνε και σε ένα κουβά. Παραμένει η ελπίδα ότι κάποιο πόδι θα τον κλωτσήσει και θα σκορπίσουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ενδόμυχα σκέφτεσαι ότι μαζί θα παρασυρθούν και όλες οι μεγάλες λέξεις, οι τόσο ολότελα ξένες από την Αλήθεια. Λέξεις που σε τυφλώνουν και δεν βλέπεις μπροστά σου.Τελικά φαίνεται ότι αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Ό,τι είναι πρόβλημα, ερωτηματικό και αγωνία, το βλέπουμε από χιλιόμετρα . Ό,τι είναι χαρά και όμορφο και καλπάζει μπρος στη μύτη μας, δεν το νιώθουμε καν. (Όχι κάθε νέο χρόνο, αλλά κάθε μέρα πρέπει να σβήνεις όσα γράφει ο μαυροπίνακας, να γίνεσαι καινούργιος σαν όλα τα πρωινά του κόσμου). Ωραία μπορεί να μυρίζει η νέα χρονιά, η επόμενη μέρα, μόνο όταν την ονειρεύεσαι και επιμένεις στο όνειρο σου (αρκεί να μάθουμε επιτέλους να ξεχωρίζουμε τα χρώματα που παιχνιδιάρικα μας κλείνουν το μάτι).