Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2006

Το μουνί το λένε Γιώτα

(άσμα της ένδοξης ελληνικής παράδοσης, είθισται χωρίς συνέπειες να τραγουδιέται Απόκρεω από καρναβαλιστές με εξέχοντα πέη. Οι συμμετέχοντες το απολαμβάνουν / το άσμα )

Στις περισσότερες κοινωνικές συνευρέσεις όταν κάποιος θα αυτοπαρουσιαστεί ή όταν θα στον συστήσουν, δεν θα είναι απλά ο Γιώργος, η Μπέτυ, ο Αποστόλης … Κάτι ακολουθεί, μια και η έννοια «άνθρωπος» ουδεμία αξία έχει ...

Σχεδόν συνειρμικά θα προστεθεί: δικηγόρος, συγγραφέας, οδοντίατρος... ή κάτι πιο απροσδιόριστο, οικονομικός σύμβουλος, executive manager. Σαν να θεωρείται αγένεια να συστηθείς και να πεις απλώς λέγομαι π.χ. Παπαδόπουλος. Νέτα σκέτα ένα όνομα, δίχως τίτλο ή επάγγελμα. Αντίθετα, φοράς μια (κοινά αποδεκτή) μάσκα (επιστήμονας, υπάλληλος, πολιτικός), που υποδηλώνει τη συμπεριφορά και τη θέση σου. Πριν απο το ποιος είσαι, προηγείται τι δουλειά κάνεις, τι ιδιότητα έχεις, μάνα, εργαζόμενη, νοικοκυρά, στέλεχος, ποιητής, πού ανήκεις, ακόμη σε ποια περιοχή κατοικείς. Μέλος φιλανθρωπικού σωματείου, οργάνωσης, οπαδός μιας ομάδας. Κάτι πρέπει να δηλώσεις. {Οι μέρες που βαφτίζονται καρναβαλικές ευνοούν το ξέδωμα, το ξεμπούκωμα και δικαιολογούν πέρα για πέρα τη φυγή από τα όρια του καθωσπρεπισμού. Δεν είναι παράξενη λοιπόν η απόλυτη εξοικείωσή μας με τα καρναβαλικά έθιμα}.

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις ήταν μια κουβέντα που είχα τις προάλλες και η πίεση από μια παρέα επιφανών πολιτών να ντυθούμε, να διασκεδάσουμε, να ....σπάσουμε τη μονοτονία. Συλλογίζομαι ότι άπαντες κρυβόμαστε πίσω από μια μάσκα... (τόσα χρόνια φορώντας την, έχει ξεχαστεί κι έγινε ένα με το πρόσωπο). Μια μάσκα που πολλοί από μας τη βγάζουμε μόνο στα καρναβάλια. Με πάταγο! Για να την αντικαταστήσουμε με αυτή που υποδηλώνει το «αποκριάτικο πνεύμα». Και που πιο πολύ ανταποκρίνεται στο πραγματικό μας πρόσωπο.

Έτσι, μετεμφιεσμένοι πίσω από την ανωνυμία, πλείστοι καταλήγουν σε άκρως τολμηρού περιεχομένου ενέργειες. Αυθαδιάζουν, σατιρίζουν, απαιτούν, διεκδικούν, με την προσωρινή κατάργηση και αναδιανομή τίτλων και προνομίων, τη μεγαλοπρεπή ευκαιρία, μια φορά το χρόνο να ξεδώσουν. Τα δουλικά θα γίνουν βασίλισσες, πριγκίπισσες και η χαριτόβρυτος αστή θα ντυθεί με τα κουρέλια. 'Απαντες, καρπούμενοι την «νόμιμη» ευκαιρία να κρυφθούν πίσω από τη μάσκα, δύνανται να ξεφύγουν από τα όρια τους αναζητώντας τον (από χρόνια χαμένο) εαυτό τους.

Και η γιορτή θα είναι ένα τραγούδι προκλητικό, δηλωτικό, αφού κατά κοινή παραδοχή ο λόγος είναι η πρώτη ενσυνείδητη πράξη που καποιος τολμά να εκφράζει επιθυμίες. Γι’ αυτό τα μασκαρέματα ευνοούν τις αθυροστομίες. Διόλου παράξενο λοιπόν που η σεμνή, «τίμια», μάνα, νοικοκυρά και ο μεσήλικας άρεν, στυλοβάτης της κοινωνίας, διονυσιάζονται άδωντας «το μουνί το λένε Γιώτα». Ουδεμία παραεξήγηση.

Φιλάρεσκα ο καθείς που συμμετέχει «παίζει» με το άλλο πρόσωπο, το επιμελώς κρυμμένο και διόλου αδιάφορο.Μ’ αρέσουν τα καρναβάλια. Τελικά μάλλον είναι και η μοναδική περίπτωση που ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις.

Υ.Γ.1 Ορμώμενος από το πνεύμα των ημερών δεν μπορώ να αντισταθώ να αναπαράγω ένα γνωστό ακραίο αλλά γι’ αυτό ίσως και τόσο δηλωτικό ανέκδοτο /ιστορία της αποκριάτικης κραιπάλης. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήθους, ύφους και υποκρισίας. Ο ευπρεπής κύριος με το πρόσωπο επιμελώς κρυμμένο στη φενάκη ενός τρελού καρνάβαλου μη κινδυνεύοντας να παρεξηγηθεί και μετά από επίμονη πολιορκία «στρίμωξε» την κρυφογελούσα σιωπηλή νεαρά. Κατάφερε να την απομονώσει σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού, μεταστρέφοντας την ελευθεριάζουσα ατμόσφαρα προς όφελός του και επιχείρησε να τη σοδομίσει. Οποία η έκπληξη που συνετάραξε τον δυστυχή, όταν σε κάποια επίμαχη φάση η νεαρά, μισοναζιάρικα, άφησε μια κραυγούλα «Α σιγά, θα με πονέσεις καλέ μπαμπά...» Ηθικό δίδαγμα: Η πραγματικότητα σοκάρει.

Υ.Γ.2 Φυσικά και θα «ντυθώ καρναβάλι». Πόσες μάσκες δικαιούμαι να έχω;

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2006

Χαμογελάστε και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν

… του Βαλεντίνου σήμερα (που γράφω), του Άγιου προστάτη των απανταχού ερωτευμένων. Αυτός και ο τρόπος εορτασμού με τις κόκκινες καρδούλες, τα δώρα και όλα τα μικροαντικείμενα ενδείξεων του έρωτα, λοιδωρείται ως ξενόφερτος από φαιδρούς, εκλησιαστικούς και κουλτουριαρηδες. Η δε εορτή βάλλεται και ως «εμπορεύσιμη». Άδικα εντελώς διαμαρτύρεται ένας φίλος! «Κάθε γιορτή προσφέρεται προς εκμετάλλευση... Απόδειξη οι εκατοντάδες εμποροπανήγυρεις που με αφορμή πάντα κάποιον Αγιο στήνονται στα χωριά. Με μια διαφορά, αυτόν τον Άγιο του έρωτα εμείς οι Έλληνες από παλιά τον είχαμε Θεό μας...»

Κατηφορίζοντας στα δρομάκια της πάνω πόλης σκεφτόμουν ότι είναι η μοναδική εορτή που στις εκδηλώσεις λατρείας δεν καλείσαι να τιμήσεις το πρόσωπο του Αγίου, αλλά το πρόσωπο που εσύ έχεις επιλέξει.... Μέρα επίδειξης αλλά και απόδειξης συναισθημάτων, που γίνεται αφορμή για εκδηλώσεις πίστης αλλά και αναζήτησης της… Αποκάλυψης -αλλά και κάλυψης της ερωτικής ένδειας. Οι περισσότεροι επιδεικνύουμε την έλλειψη του έρωτα με την ικανότητα να γινόμαστε χάλια. Άπαντες όμως μεταμορφωνόμασε όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί του.

Κάποιοι, συνήθως νεότατοι, ερωτεύονται σχεδόν καθημερινά. Άλλοι πάλι μεστοί και περισσότερο σώφρονες (;) μια δυο φορές στη ζωή τους. Οι περισσότεροι θα το επαναλάβουμε όποτε μας δοθεί η ευκαιρία να κλείσουμε το κενό που χάσκει μέσα μας.Κάποιοι πάλι είναι επιφυλακτικοί, προσεχτικοί για να «μη την πατήσουν»....Θυμίζουν αυτούς που μπροστά σ’ ένα πλούσιο τραπέζι με εδέσματα κάνουν δίαιτα... Μα ο ερωτευμένος από αυτό ακριβώς πάσχει, από την έλλειψη του μέτρου. Έρωτας είναι η δίψα και η πείνα του κορμιού και της ψυχής.

Η κοινωνία μας δέχεται την τρέλα του έρωτα μα εθιμικά βάζει τους κανόνες της. Δεκτά μόνο τα ομοειδή, ίδιας καταγωγής, οικονομικής κατάστασης, μόρφωσης , εμφάνισης , ηλικίας, χρώματος. Ο κούκλος πρέπει να πάει με την κούκλα, ο άσχημος με την άσχημη, η πόρνη με τον νταβατζή, κι αν κάποια αρτιμελής ερωτευτεί κάποιον σακάτη κάπου το σχήμα θα μπάζει. Οτιδήποτε σπάει τον συνδυασμό εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον.

Γι αυτό σχεδόν πάντα υπάρχει ένας θύτης κι ένα θύμα στα μάτια των άλλων. «Δεν ήταν της σειράς της», «τι του βρήκε», «τι της βρήκε», «του άξιζε μια καλύτερη», «τον τύλιξε», «την πήρε για τα λεφτά της», «η τσούλα τα ‘χει μ’ έναν παντρεμένο-η». Ένα είναι σίγουρο, ουδείς δύναται να κατανοήσει τον έρωτα των άλλων... Ο οίκος της επιθυμίας παραμένει ερμητικά κλεισμένος στη λογική.

Μοιραία συνάντηση, κισμέτ ή καθοδηγούμενος από τη λογική (κόρη ενάρετη με γαλλικά και πιάνο χριστιανικής παιδείας, κληρονόμος πλουσίας οκογενείας ζητεί ιατρό δικηγόρο... κάποιων αναλόγων προσόντων, βρε αδελφέ) ... ο έρωτας υπακούει στη δύναμη της φύσης, στο αντάλλαγμα των ματιών, στο εγκεφαλικό αγκάλιασμα και όχι στη λογική συνέπεια. Δεν αγαπά την τάξη και την ασφάλεια, επαναστάτης γαρ. Δεν έχει ωράριο και δεν χτυπάει κάρτα. Χλευάζει και καταπιέζει, εγωκεντρικός και σκληροπυρηνικός μυρίζει γενετήσια ορμή και γίνεται τόσο αγνός και ανήθικος, όσο δύσκολος και γελοίος.

Αγαπάει τα μεγάλα λόγια, γεννάει τις μεγάλες πράξεις. Λένε πως είναι τυφλός... γι’ αυτό δεν οδηγεί πουθενά, κάθε καινούριο ξεκίνημα είναι μια νέα αυταπάτη Και λοιπόν;

Δύο πράγματα είναι σίγουρα: ούτε προακαθορίζεται η στιγμή που θα ‘ρθει ούτε χρειάζεται να συντρέχει κάποιος σημαντικός λόγος για να ερωτευθούμε! Κι αυτό είναι πολύ σοβαρό... Μήπως από αβλεψίες, παραλήψεις, συμπτώσεις και τυχαία περιστατικά δεν ξεκίνησαν τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωής μας;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006

Οι «Άγγελοι του Δήμου»

Μόλις προχθές (31 Ιανουαρίου) ανακάλυψα ότι στο χωράφι της Αριστοτέλους - εκεί που τα Χριστούγεννα κάναμε τις μεγαλειώδεις γιορτές επίδειξης σουρεάλ ελληνικού πολιτισμού - παρέμεινε ακόμη αφύλαχτο το σκιάχτρο των Αγγέλων και σκιάχτηκα...

Τα τρία γλυκά φωτισμένα αγγελάκια.... Αν και δύσμορφα στην εμφάνιση όταν τα πρωτοείδα, είχα συγκινηθεί με την αμφισημία της εικόνας τους. Αφενός γιατί πλυμμύριζα νοσταλγία ενθυμούμενος το τηλεοπτικό «Λούνα παρκ» του μπάρμπα Γιώργη με τα λαμπιόνια, αφετέρου γιατί έδινε το τέλειο ψυχογράφημα της πρωτεύουσας των Βαλκανίων...

Παρακολούθησα τις αναλύσεις για το έργο, από αυθεντικούς ειδήμονες (ή τουλάχιστον τέτοιο ύφος είχαν): τι υποκειμενική ματιά, τι πολλαπλές αναφορές και εξπρεσιονιστικές αμφιταλαντεύσεις -η ευρωπαϊκή κουλτούρα στ’ αλήθεια ταρακούνησε τον νεοσουρεαλισμό μου. Με γηπεδική μανία βγήκε από μέσα μου η κραυγή « Πάρτε τα στα μούτρα Αθηναίοι». Τι κάνατε εσείς τον Δεκέμβριο; «Τα χρόνια της αμφισβήτησης: η τέχνη του 70 στην Ελλάδα», «Έκθεση πολιτικής γελοιογραφίας» στη Βουλή των Ελλήνων, «Αντιστίξεις» στο Μπενάκη, «2ο βραβείο Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής μουσείο Φρυσίρα» και με δεκάδες άλλα παρόμοια με ζάλισε η ειδικός μας περί τέχνης Μαρία. Εμείς εδώ δημόσια δια-δηλώνουμε την ασθητική μας στις παρυφές της καθημερινότητας και στην καρδιά του λαού. Αλλωστε η αισθητική τύπου «Φωτούλης» εδώ δεν διέπρεψε;

Όσο περνουσαν οι μέρες και απομακρυνόμασταν απο τα Χριστούγεννα, έφτασα σχεδόν να πιστέψω ότι μια και το έργο αυτό αλληλοπροσδιορίζεται με την πόλη, επιτέλους κάποιος ανέλαβε την πρωτοβουλία και θα μείνει για πάντα εδώ. Κι αυτό για να μη νομίζουν μερικοί άθλιοι νότιοι ότι μόνο στα αθλητικοποδοσφαιρικά ανατσουτσουρώνεται η πόλη και βγάζει γλώσσα, όταν αραιά και που κερδίζει κάποια ομάδα τους. Αν κιοτάτε Αθηναίοι πάμε για κόντρες και στα καλλιτεχνικοπολιτιστικά (στις βραδυνές τουαλέτες και φωτογραφίσεις των επισήμων προσκεκλημένων ενοώ...)

Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που ο κ. Καρατζαφέρης εξ Αθηνών τείνει να περιφρονήσει τη πρωτεύουσα και επιθυμεί σφόδρα να μετοικίσει στα μέρη μας! Κάπου να σε καταλαβαίνουν... (αυτό ήταν ταινία νομίζω) Κομίζεται σαν υποψήφιος δήμαρχος και απειλεί ως δαμόκλειος σπάθη τη σταθερότητα αυτή της πόλης.

Ακούσατε κανέναν να διαμαρτύρεται; Είδατε να γίνεται χαλασμός από τα πρωτοσέλιδα στον τοπικό τύπο, «πού πας ορέ χαμουτζή, εδώ έχουμε δικά μας παλικάρια»; Σεμνά και ταπεινά, κατά το δόγμα, αποδεχόμαστε σχεδόν τα πάντα με μια νοσηρή στωικότητα Mοιραία ανακαλύπτεις απέναντι σου σ’ ένα βλέμμα στον καθρέπτη τον εαυτό σου να πετά καβάλα σ’ ένα άσπρο σύννεφο. Έτσι κι αλλιώς όλα πάνε καλά (κι αυτό άσμα είναι)! Σσσσσσς η πόλη κοιμάται......

Και το απίθανο είναι ότι τίποτε δεν γίνεται «εξεπιτούτου», όπως θα έλεγε κάποιος λαϊκός ηγέτης. Απλά ουδείς από τους ντόπιους ταγούς του πολιτισμού αντιλαμβάνεται για τι πράγμα μιλάμε.... σε κοιτάζουν με το νιρβάνα χαμόγελο- καρμπόν και με γνήσια απορία (γιατί διαμαρτύρεσαι;) Σ’ αυτή τη πόλη παρανοούμε το «ασυνείδητο της τέχνης», κατανοώντας το ως «οι ασυνείδητοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό και τη τέχνη».

Και ενώ ετοίμαζα λάβρος αυτό το κείμενο με αφορμή τους «Άγγελους του Δήμου», κάποια ξεχασμένη επιτροπή καθαριότητας, (ψεύδος μέγα! η πολιτιστική αστυνομία πρέπει να ήταν) πέρασε και -μια μέρα πριν μπει ο Φλεβάρης- το ξήλωσε!

Φρονώ ότι οι αρμόδιοι έχασαν τη μεγαλύτερη ευκαιρία επίδειξης λεπτού γούστου και χιούμορ. Αφήνοντας για λίγες μέρες ακόμη το κακοτέχνημα της Αριστοτέλους. Πολύ σύντομα (της Απόκρεω) θα ήταν τέλεια ταιριαχτό.

Υ.Γ. (για να μην παρεξηγούμαι) Δεν είπα ποτέ ότι οι Θεσσαλονικείς είναι προοδευτικοί, συντηρητικοί ή κιτς ! Η συντριπτική πλειοψηφία αντικατοπτρίζεται στις επιλογές της όταν ψηφίζει