Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2006

Οι Φθινοπωρινές Κυριακές του Σεπτέμβρη είναι αθώες κι ηδονικές. Για αυτό και τόσο απόλυτα προσωπικές

Όταν πέρασαν μπροστά μου όλα εκείνα τα κλισέ του φθινοπώρου, («τα κεφάλια μέσα», «καλό χειμώνα») και μια σκιώδη ατμόσφαιρα άρχισε να επιβάλει την μουντάδα της, ένα χαμόγελο μια αναπνοή μέσα στον Σεπτέμβρη με κλώτσησε «Όποιος διαφωνεί με τα κλισέ, μπορεί να αναποδογυρίζει τον κόσμο για να ζήσει την άλλη πλευρά του. Πρέπει να βλέπεις και στην άλλη μεριά του λόφου». (Εκεί που τελειώνει η οσμή της μελαγχολίας αρχίζει το όνειρο).

Έστω λοιπόν ότι ο κόσμος είναι ανάποδα και το αυριανό πρωινό δεν ξημερώνει άλλη μια μέρα του φθινοπώρου, ακόμη πιο σύντομή σε διάρκεια από την προηγούμενη, αλλά μια μέρα ενός Ανοιξιάτικου, Αυστραλέζικου Σεπτέμβρη, όπου μπουμπουκάκια, πεταλούδες, καγκουρό ανακαλύπτουν ξανά με την ίδια πρωτόγνωρη έκπληξη, τη χαρά της ζωής. (Μια ιδέα είναι, φέρε άλλη μια γύρα την υδρόγειο και ξαναέφτασες Ελλάδα.)

Το Φθινόπωρο είναι πολύ προσωπική υπόθεση και -χωρίς να ελέγχεσαι για το ακαταλόγιστο- γίνεται η καλύτερη εποχή, αρκεί να βρεις μια χαρά να κοιτάξεις μέσα από τα μάτια της. Τα δένδρα απαλλαγμένα από τα περιττά στολίδια διαλαλούν σε όλους την αφθαρσία της ουσίας ενώ τα ταξιδιάρικα μυαλά θα αδράξουν την ώρα τους για το νέο ταξίδι. Τόσο εύκολο και τόσο δύσκολο σαν τις λευκές σελίδες που απομνημονεύονται οι προσωπικές μας ιστορίες. (Και να μη σε πτοεί το γεγονός ότι κάθε φορά που το έχεις πει αυτό, στο τέλος πάλι στα ίδια κατέληξες)

Να σβήσεις αυτά που βαραίνουν και στο αύριο να επιστρέψεις με μια άγραφη σελίδα, μια καινούρια αρχή. Αν είσαι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα θα τα καταφέρεις! «Αύριο είναι μια άλλη μέρα έλεγε» και μάλλον αυτή κάτι ήξερε, γιατί μονάχα οι Σκάρλετ επιβιώνουν στον κόσμο τούτο μετά από φωτιές, εμφυλίους και τραγικούς χωρισμούς. Πάντα όμως είχα την ελεεινή αίσθηση ότι ήταν μια μεγάλη ανόητη. Απεχθάνομαι όσο μεγαλώνω όλο και περισσότερο όσους στέκονται με ένα μολύβι και ένα τεφτέρι κάνοντας τους υπολογισμούς τους (τα τελευταία χρόνια είναι μόδα αυτή η αρρώστια).

Λατρεύω εκείνα τα μοναχικά πλάσματα που ταιριάζουν στη καρδιά του Φθινοπώρου. Αυτά που μέσα τους αντέχουν να κουβαλούν μια μελαγχολία φερμένη από πολλούς αιώνες. Λάμπει η αξιοπρέπεια τους ακόμα και σήμερα που κρύβουν πίσω από χαμόγελα, ποικίλες δραστηριότητες, έντονη κοινωνικότητα την «αντικανονικότητα τους» (Σχεδόν από τότε που ήταν νήπια μέσα στη καρδιά τους φώλιαζε μια μοναξιά - διαφορετικότητα από τα άλλα παιδιά).

Μεγαλώσαμε όμως μάθαμε, ωριμάσαμε και πριν τα χαράματα αντιστράφηκαν οι ρόλοι το παιδί κρύφτηκε πίσω, από μπροστά όσο και να το καλύπτεις, φιγουράρει εκείνη η παλιά μοναχικότητα σήμα κατατεθέν της καθημερινότητας (μας). Όμως το μέσα σου ενίσταται, δεν μπορείς να ακούς τραγούδια χωρίς την ανάλογη αγκαλιά, ούτε να φυλλομετρείς τα κίτρινα χρώματα της εποχής χωρίς να ενδώσεις παραδίδοντας το κλειδί που οδηγεί στο παιδί σε κάποιον που θεωρείς πολύ δικό σου (Σε ποιον όμως, Όταν όλα κρίνονται στις λεπτομέρειες με αλλότριες ήττες και πύρρειες νίκες, πως το κάνεις μου λες;)

Αγαπημένοι μου Τινα, Βαγγέλη, Θοδωρή, Ρήγα, Έλενα, Χαρά, τώρα τις νύχτες ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση και μέχρι να προσαρμοστεί η ώρα στο χειμερινό ηλιοστάσιο τα συναισθήματα χορεύουν ένα πριγκιπικό βαλσάκι (συνωμοτεί η φύση και η εποχή στη δίνη της, μπολιάζει τη ψυχή με νοερές αγκαλιές).

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2006

... The sound of silence (Simon & Garfunkel)

Η ΜΙΑ ΟΨΗ

Δεν είναι όλες ίδιες μα… αυτές που με τραβάνε διαβάζουν τα μάτια, έχουν ενοχές, μνήμες, άρωμα σαν περισπωμένη, είναι ερωτικές, μοιάζουν βασανιστικές, ειρωνικές, απειλητικές, εκκωφαντικές, αμήχανες, παλαβές, νοσταλγικές, δίνουν υποσχέσεις, κάνουν βουβά τηλέφωνα, είναι συνειδητές και αδυνατούν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους. Στέλνουν κρυφά μηνύματα και με ένα βλεφάρισμα, μέσα σε λίγα λεπτά μπορούν να σου καταβροχθίζουν τα σπλάχνα. (Μετά αποκτούν ενοχικά σύνδρομα).

Πολλές φορές ένα ταλαιπωρημένο σώμα αδυνατεί να ακολουθήσει ένα ανήσυχο μυαλό που τρέχει αφηνιασμένο άλογο, μα αυτές εκεί, υπάρχουν ερεθιστικά πλάι σου, εθιστικά χαοτικές. Περιφέρονται από το Θέατρο των Βράχων και το Ηρώδειο μέχρι το Θέατρο Γης στα παλιά νταμάρια. Στη συναυλία των Scorpions, Deep purple, Depeche Mode, Καραΐνδρου, στους Shaolin, στη Shakira (μη γελάς, λέει, το κούνημα της αξίζει).

Είναι γοητευτικές, μα πιο πολύ ξεχωρίζουν εκείνες που σου χαμογελούν και σχεδόν με συνωμοτική διάθεση ψιθυρίζουν και τανίζονται ερωτικά. Κρύβουν γεγονότα που συνέβησαν σε παρελθόντες καιρούς, κρύβουν θυμό, μα πάντα ό,τι συναισθήματα και να περικλείουν είναι ο καθρέφτης μας, καθοριστικές για το μέλλον. Κάθε μια τους λέξη έχει πολλά να πει (από όλες που σε άγγιξαν μόνο αυτές θέλεις να παίρνεις μαζί σου τα βράδια).

Οι προθέσεις τους τις περισσότερες φορές είναι τρυφερές, μας γνέφουν γεφυρώνοντας τα χάσματα του νου. Κάθε απόπειρα όμως να τις εξηγήσεις ισορροπεί πάνω σε σκοινιά που τέμνονται και δημιουργούν πολύπλοκα σταυροδρόμια-αιτίες. Οι περισσότερες μας αφήνουν να υποθέσουμε, μα αλόγιστα καταλογίζουμε σε αυτές όσα μόνο το δικό μας κεφάλι φτάνει να καταλάβει. (Στην πραγματικότητα είναι οδυνηρό να μη μπορείς να τις ερμηνεύσεις).

Έχουν πολλά κομμάτια μέσα τους γι’ αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να τις προσεγγίσεις επιφανειακά. Κάνεις υποθέσεις με αποτέλεσμα κάπου να χαθεί ένα μικρό καρφί που όμως έχει σαν αποτέλεσμα, όπως λένε κάποιοι στίχοι, να χαθεί το πέταλο (και για ένα πέταλο χάθηκε το άλογο, για το άλογο ο αναβάτης, για τον αναβάτη η μάχη, για τη μάχη ο πόλεμος, η χώρα, η αυτοκρατορία).


....ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ
Enjoy The Silence (Depeche Mode)

Δεν πρέπει να ψάχνουμε μακριά αυτό που μέσα μας έχουμε. Είναι οι σιωπές μας… Και είναι όμορφο, αληθινά όμορφο με κάποια αδελφή ψυχή να τις μοιράζεσαι. Σαν μια καυλωτική μελανιά που περιφέρεις με περηφάνια από το Κουκάκι μέχρι την Καλαμαριά. ( Όχι αυτά που λες μα όσα δεν λες και κατανοεί ο άλλος μετράνε).

Υπάρχουν πολλών ειδών από αυτές… Κάποιες απλώνουν ένα κεντημένο πέπλο στην πραγματικότητα, με τέτοιο έντεχνο τρόπο που οι άλλοι νομίζουν ότι είναι η αποδοχή των λόγων και των έργων τους. Δεν έμαθαν να τις ερμηνεύουν. Η μία σιωπή διαφέρει από την άλλη και είναι τόσες όσες μυριάδες είναι οι πεταλούδες. Ίδιος φαινομενικά ο τρόπος που κινούνται τα φτερά μα καμιά ίδια με την άλλη. Πώς μεταφέρεται η ενέργεια που εκλύεται από το πέταγμα; Οι φόρμες και ο ρυθμός του μοτίβου των φτερών διαφέρει. (Ποτέ δεν έχει το ίδιο σχήμα, το ίδιο χρώμα, την ίδια ανάσα).

'Αλλες προδίδουν βεβαιότητα, άλλες προστατεύουν. Μέσα τους κρύβουν ολόκληρους μύθους κι άλλοτε αποσαφηνίζουν μια προδοσία. Τρέχουν με χίλια μέσα από τη συνείδηση, αδιαφανείς, αποφεύγοντας να αρθρώσουν λέξεις γι’ αυτό και μας σώζουν από την αλήθεια αλλά συγχρόνως μας δεσμεύουν. ( Ίσως κάποτε να είναι οι σιωπές και όχι τα λόγια που να πονάνε περισσότερο.)

Οι σιωπές μας είναι η εύγλωττη αδυναμία να περιγράψεις αυτό που νιώθεις: πολύ πόνο ή μεγάλη ομορφιά. Μερικές φορές ειρωνεύονται την ανώφελη περιέργεια μας. Κάποιες είναι που σιτίζουν όταν ενώνονται λαίμαργα σε ένα ατελείωτο φιλί. Μία από αυτές είναι η καταλυτική που σώζει. (Κάποιες όμως… όσες δεν σκοτώνουν, σαλεύουν βουβά το νου).

Οι Σειρήνες έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι : Τη σιωπή τους. (Και πιθανότερο, -παρόλο που δεν έτυχε ποτέ-, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους !” Φρ. Κάφκα)

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2006

Το νόημα της γιορτής

Είναι όμορφο να γιορτάζεις, να νιώθεις ότι ολοκλήρωσες ένα κύκλο και εισέρχεσαι σ’ ένα καινούργιο. (Σε κάθε περίπτωση σπας τη μονοτονία της καθημερινότητας και επανεξετάζεις τους στόχους τα όνειρα και τις επιθυμίες σου). Όλα αυτά μέσα από μια ευφορική διάθεση, δε μπορεί παρά να είναι παραγωγικά. Βρίσκεσαι με φίλους, δέχεσαι ευχές, ανταλλάσεις φιλοφρονήσεις, ευκαιρία για γιορτή. Την επόμενη μέρα, όταν ξυπνήσεις, μπορεί να αρχίσεις και να την ακούς κάπως καλύτερα.

Τίποτα δεν δίνει μεγαλύτερη χαρά από μια σχεδόν αυθόρμητη συγκέντρωση ευγενικών σκιών με φιλικές διαθέσεις, δέρμα που ανατριχιάζει και έντονη διάθεση να ανταλλάξουν χαμόγελα, να κλέψουν αναμνήσεις γιατί έχουν βιώσει ότι η χαρά είναι κάτι που πρέπει να μοιράζεται (πώς γίνεται κάποια υγρά μάτια να λάμπουν στο σκοτάδι;).

Με ακραία αμεριμνησία, οι κάλλιστοι θα αφεθούν στην άνεση της μουσικής άσχετα με τα προσωπικά γούστα, μια και οι νότες που θα ακουστούν είναι χαρμόσυνες, απ’ αυτές που μπορούν να κάνουν τον κόσμο να χορέψει (κουνάνε το μυαλό).Διότι πέρα από λογής-λογής ευφυολογήματα η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας και πριν το αντιληφθούμε γίνεται αναμνήσεις, (μια διαδρομή που στα μουλωχτά εξωραΐζει η νοσταλγία).

Πού βρίσκεται η άκρη από το νήμα της ζωής και σε τι αποστάσεις μπαίνουν οι κόμποι στο σκαντάγιο για να μετρήσεις το βάθος των καταστάσεων και των συναισθημάτων που βίωσες; Υπάρχει το μη αναστρέψιμο για όσα έγιναν και η ελπίδα για όσα μπορούν να γίνουν. Για αυτό είναι θεμιτό κάθε μέρα να κάνουμε μια απλή βόλτα. Όταν βρίσκεσαι πολύ κοντά στον κόσμο ίσως καταλήξεις σε κάτι που θα σου αρέσει πολύ. Άλλωστε τι άλλο μένει παρά μόνο φωτογραφίες, εικόνες από καλοκαίρια, κάποια γράμματα και αναποδογυρισμένα ποτήρια που μεταγγίζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο.

Περνώντας τη πόρτα του πάρτι αφήστε έξω, αν γίνεται, το «πάω για να περάσω καλά», «πάω για να δω», «πάω γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω», «πάω για να συναντήσω το τάδε πρόσωπο». Σίγουρα είμαστε οι πρώτες κοινωνίες στην ιστορία που έκαναν τους ανθρώπους να αισθάνονται δυστυχισμένοι αν δεν είναι ευτυχισμένοι (Πασκάλ Μπρυκνέρ).

Το μόνο που επιδιώκουμε είναι να μην προκαθορίζουμε τα συναισθήματα, αν θα παίξει η χαρμολύπη σε διπλή μερίδα ανακαλύψτε το (και όσοι ονειρεύονται μια ροζ τούρτα με κεράκια απατώνται οικτρά. Από τη στιγμή που αδυνατούμε να προσφέρουμε ένα κομμάτι σε όλους, δε θα το κάνουμε).

Όποιος θέλει να συμμετέχει, θα συμμετέχει! Και αν του κάνει κέφι μπορεί να τραγουδήσει, να παίξει με τη κιθάρα του, να βγάλει μια φυσαρμόνικα από τη τσέπη, να μασάει τσίχλα, να καπνίζει, να κόψει βλαβερές συνήθειες έστω για ένα βράδυ, να απομονώσει τις αρνητικές σκέψεις, να λαχταρήσει μια πανακότα, να γκρινιάξει γιατί κάποιες φορές κάποιες μέρες μοιάζουν τόσο ίδιες, να γνωρίσει ένα νέο φίλο, να αγκαλιάσει μια παλιά φίλη και να φύγουν πίτα μαζί. (Σε όλους μας νομίζω αρέσουν όσοι έχουν κουσούρια είναι εκτεθειμένοι και μερακλώνουν).

Όσοι γίνουν φίλοι θα είναι και συνένοχοι μας.
(Ας όψονται οι αποστάσεις, τα μαχαίρια και τα δαχτυλίδια που αλλάζουν χέρια).

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2006

Σαλονίκη, Σάββατο βράδυ

Λένε ότι για να αποφασίσεις αν κάποιο πρόσωπο σου αρέσει απαιτείται ελάχιστος χρόνος όταν το πρωτοδείς ή πάρεις το στίγμα του. Η φιλία και ο έρωτας δεν είναι αλισβερίσι, χτυπάνε με το ένστικτο. Για αυτό και μια ανάσα φθάνει για να καταλάβεις αν ένα αγαπημένο πρόσωπο, ένας φίλος, έχει κάποιο ζόρισμα.

Ήταν ένα από τα συνηθισμένα Σάββατα που κλείνομαι μέσα με τη διαφορά πως αντί να χαθώ στις μουσικές, να αναζητήσω κάποιο βιβλίο, να ασχοληθώ με τα λουλούδια μου ή να κολλήσω πάνω από το λάπτοπ, αυθόρμητα αναζήτησα τα πολύ κοντινά μου πρόσωπα για να ψήσουμε λίγα ψάρια, να γευτούμε οίνο και με κουβέντες του αέρα να χαβαλεδιάσουμε στο μπαλκόνι. Στο σπίτι, μόνο τα δικά μου άτομα αντέχω, κάθε άλλος μυρίζει παρείσακτος.

Ένα κοίταγμα με τον φίλο που ήταν σκοτεινιασμένος ήταν αρκετό για να ξεκινήσουν οι εξομολογήσεις. «Τι θα γινόταν αν…όλα έχουν τελειώσει… είπα αυτό αλλά…» Χαλαρώνεις άφοβα, σε προστατευμένο περιβάλλον, μοιράζεσαι τη χαρά ή τη θλίψη σου, απαριθμείς λάθη, ακυρώνεις ενέργειες, οι φίλοι δεν σε κρίνουν, σε κατανοούν, καθαρίζουν τις σκέψεις, σου τραβάνε το αυτί όταν είσαι λάθος και οι διαθέσεις την επόμενη ακριβώς ώρα αντιστρέφονται. Όπως στα παιδιά και στις αγνές ψυχές. Το δάκρυ γίνεται γέλιο.

Οι φίλοι μου είναι ονειροπόλοι, άτομα που τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους έχουν πει σε έναν έρωτα τους «ως τη κόλαση μαζί σου». Τους έχω δει να κλαίνε. Αλλά δεν χρειάζεται και μεγάλη φιλοσοφία για να καταλάβεις ότι όταν η ζωή σου χαμογελά, οφείλεις να τρέξεις στα τυφλά να πέσεις στην αγκαλιά της. Τους ζηλεύω όλους, αν και έχω την εντύπωση πως όλοι ζηλευόμαστε μεταξύ μας, κυρίως για τις αδυναμίες μας.

Λίγο νερό στο λαδολέμονο να χυλώσει, σκόρδο, ψιλοκομμένος μαϊντανός από τη γλάστρα και το πανηγύρι ξεκίνησε. Τερψιλαρύγγιες γεύσεις φέρνουν γέλια, πολλά γέλια τρανταχτά, που μόνο πολύ κοντινά άτομα μπορούν να ανταλλάξουν. Δεν ήταν η -έτσι κι αλλιώς- ανύπαρκτη ποικιλία του τραπεζιού και η οινοποσία που άλλαξε την αρχική μαυρίλα, ήταν η αποδοχή των συνδαιτυμόνων που έκανε τη διαφορά. Πέντε νοματαίοι, που ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν σοβαρά πίνοντας ρακί, τσιμπολογώντας αλιευμένες νοστιμιές της Μεσογείου ψημένες στα κάρβουνα, καταλήξαμε πολύ σύντομα με φωνές και γέλια να αδειάσουμε τα κρασιά από το ψυγείο πριν προλάβουν να ξεδιψάσουν οι αισθήσεις. Τα 8 μπουκάλια που πάγωναν ήταν πολύ λίγα.

Και όταν ο Θοδωρής έπιασε την κιθάρα έπαιξε δαιμονισμένα. Τα φωνητικά φάλτσα 5 ενηλίκων που ο καθένας βαρούσε στον δικό του τόνο και κανείς δεν βρισκόταν με τον διπλανό του, σε σύνολο έδωσαν μια απίστευτη γλύκα. Ίσως γι’ αυτό δυο τρία πρόσωπα άφησαν ένα δάκρυ ανακούφισης, εξιλέωσης, χαράς, αναμονής που αυξάνει τις ελπίδες πως υπάρχουν πάντα άνθρωποι με μια πολύ-πολύ ιδιαίτερη ηθική, εραστές του απόλυτου που απέχει παρασάγγας από το φόβητρο μιας κόλασης. Μια αληθινά παρεΐστικη συγκέντρωση με άφθονες δόσεις ευαισθησίας.

Τραγουδούσαμε και κοιτούσαμε στην πόλη τη μαγεία της νύχτας, με τις χορδές να χτυπάνε ρυθμούς που ταρακουνάνε ψυχές. Τα φωτισμένα καράβια χαρτογραφούσαν τον Θερμαϊκό, μια θάλασσα γυαλί σκοτεινή και παράξενα όμορφη. Ένα 5μελές πλήρωμα μπορεί να επιβεβαιώσει ότι σε πάει στην αντιπέρα όχθη. Αυτή η ηδονή να αφήνεσαι εντελώς χύμα χωρίς το άγχος του πνιγμού, γιατί είσαι μεταξύ φίλων διατεθειμένων να σε ακολουθήσουν στις αποφάσεις σου, μόνο με το να σφίγγεις στην αγκαλιά σου έναν ερωτευμένο εκπεσόντα άγγελο μπορεί να συγκριθεί.

Ήμασταν ψηλά σε μια γειτονιά της παλιάς πόλης, μια παρέα που μιλούσε την ίδια γλώσσα, αυστηρά θεσσαλονικιώτικης αντίληψης, νοοτροπίας και ύφους που πάτησε στις αλάνες και τους δρόμους του Ντεπό, του 'Αη Δημήτρη και της Αγίας Τριάδας. Αυτό το 10ωρο γλέντι που ξεκίνησε 7 το απόγευμα μπορούσε να πάρει τέλος μόνο με την αλαζονική απειλή ότι πάω για ύπνο και ο Θεός να βάλει το χέρι του για το τι θα τους συνέβαινε, αν εξαιτίας τους έχανα την Κυριακάτικη εκδρομή μου, που ξεκινούσε σε 3 ώρες.

Υ.Γ. 'Αψογοι οι γηγενείς γείτονες.
Υ.Γ. Ακόμη αναρωτιέμαι αν αυτό που μοσχοβολούσε ήταν το γιασεμί, το θυμάρι και η ρίγανη που πέρυσι αγοράστηκαν από μια ανθοέκθεση ή μήπως ήταν η χαλαρή διάθεση που μας παρέσυρε. Φυσούσε κι ένα νωχελικό αεράκι…

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2006

Τα φωτεινά μάγια

«Είμαι ένας άγγελος» είπε και χαμογέλασε γλυκά. «Αυτός που λατρεύετε σαν Πλάστη σας, τοποθέτησε πλάι σε κάθε πιστό έναν καλό άγγελο, να τον καθοδηγεί και να τον φυλάει. Η εκκλησία το παραδέχεται ανεπιφύλαχτα δίχως εν τούτοις να αφορίζει όσους έχουν αντίθετη γνώμη. Αυτή τη στιγμή ατενίζετε μπροστά σας έναν από αυτούς τους αγγέλους, τον δικό σας. Είμαι επιφορτισμένος να επαγρυπνώ για την αθωότητά σας και να προσέχω την αγνότητά σας.» Και συνέχισε… «Τα ουράνια σώματα έχουν την ικανότητα να παίρνουν μια φαινομενική μορφή που τα κάνει ορατά και αισθητά. Η μορφή αυτή είναι πραγματική, αφού η μόνη πραγματικότητα αυτού του κόσμου είναι το φαινομενικό…» (Ανατόλ Φρανς, Η ανταρσία των Αγγέλων).

Είναι εκπληκτικό πόσο μπορεί να σε επηρεάσει η στάση ζωής ενός από αυτά τα πλάσματα που πήρε ανθρώπινη μορφή, τα δοσίματα, η καθημερινότητα του, αυτά που έκανε, αυτά που έταξε στον εαυτό του για να κάνει. Μιλώ για τα παιδιά που, σε άσπλαχνους καιρούς και χωρίς ανταλλάγματα, σε ρημαγμένους κήπους δίνονται σε πράξεις αλληλεγγύης, αγκαλιάζουν όλα τα χαμένα, έχουν πίστη και ιδανικά. Στην αρχή πίστευα ότι όλα γίνονται επειδή βαριούνται, ότι είναι ομοούσιοι -απλά λίγο πιο εξευγενισμένοι- φλώρων του Κολωνακίου και φθηνών κυριών που κρύβονται και κρύβουν τα κενά τους πίσω από φιλανθρωπικά σωματεία. Έκανα λάθος και το κατάλαβα όταν έφτασε μόνο ένα άγγιγμα που ήταν όμως δυναμίτης, για να ανεβάσει στη επιφάνεια και να εξαφανίσει τις ταπεινώσεις, τους φόβους και τις συντριβές μου, σαν σκοτωμένα ψάρια. Έχουν ψυχή και άντερα αυτοί οι άγγελοι και αιωρούμενοι αφήνουν βαριά ίχνη. Είναι τα φωτεινά τους μάγια. Λίγες λέξεις, μια ματιά, μια πράξη μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Αφυπνίζουν εμάς που δεν είμαστε εξίσου καλοί στο να κατανοούμε τα σημαντικά και να αγνοούμε τα τετριμμένα. Η λιτότητα της γλώσσας, η καθαρότητα του λόγου, οι πράξεις τους, γεννούν το λυρισμό των εικόνων που αντικατοπτρίζουν την αληθινή ποίηση της ζωής, δικαιώνοντας έτσι το πέρασμά τους από αυτόν τον κόσμο.


Κάποιοι είναι ταγμένοι να συλλέγουν τα άγρια κύματα και το κάνουν ασταμάτητα με το πάθος ενός Προμηθέα που αγάπησε τον άνθρωπο και μέθυσε από τα μάγια του ανθού μιας λεμονιάς. Ακατανόητο στους πολλούς. Χαμένη υπόθεση για άλλους. (Κι εγώ σκέφτομαι ότι ποτέ και σε κανέναν δεν είπα για τη δέσμευση μου στο φίνο άρωμα του λεμονανθού). Αυτές οι ψυχές προορισμένες να χαρίζουν την αγάπη τους, αυτοδεσμεύονται να ζουν σε μαχαλάδες και να πορεύονται σε μια λεωφόρο που κυκλοφορούν αρμονικά με αστρικές ταχύτητες, αισθήσεις, σκέψεις, πράξεις αλληλεγγύης. Προκαλούν το φόβο κάνοντας χειρονομίες ζωής, γιατί θυμίζουν τη χαρά της εμπιστοσύνης και άγρια ξεχασμένα όνειρα που ξέφτισαν. Όταν πέσεις επάνω τους, είναι σαν να λούστηκες με μια βροχή, σαν μια κάθαρση που φτάνει πιο βαθιά από το κόκαλο. Δέχεσαι κάτι γνωστό από πάντα, χαμένο για χρόνια, που αναγνωρίζεις μέσα σ’ ένα κατακλυσμό που ποτίζει και ανθίζουν αγριολούλουδα.


«Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. 'Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.» (Γιώργος Σεφέρης Νοέμβρης 1963 κατά την παραλαβή του Νόμπελ στην Ακαδημία της Στοκχόλμης).

'Αγγελοι -πόσοι έχουν μείνει άραγε- με φωτεινά χαμόγελα που τα ονομάζουν συνθηματικά μάγια για να γεμίζουν τις άδειες μνήμες μας; Και κρυφογελώντας με τον πιο φυσικό τρόπο όταν αναζητάς έναν ανθό, σου αποκαλύπτουν ολόκληρο λεμονοδάσος. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να κατανοήσω ότι τα χρόνια που έζησα αρκούν για να ξεχάσω τις ασήμαντες στιγμές και η ενός λεπτού ανάσα για να θυμηθώ όσα ξέχασα.

Μια εύλογη ερώτηση είναι πώς είναι η μορφή αυτών των παιδιών, πώς τα ξεχωρίζεις, πού τα βρίσκεις; Δεν τα βρίσκεις, έρχονται αυτά όταν πρέπει, με έναν ακατανόητο τρόπο φθάνει το μήνυμά τους και έγκειται σε σένα να τους ανακαλύψεις. Μακριά από τις ζωές μας, στέκονται πολύ κοντά στην καρδιά μας. Μπορώ να τους περιγράψω με ακρίβεια φονική, αλλά πώς να μεταδόσεις τη γεύση που έχει το μενεξελί άρωμα, πώς να καταγράψεις τον αφρό της θάλασσας; ( ...χωρίς να τα ευτελίσεις)

«Για μερικούς το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι μια ίλη ιππικού. Για άλλους μια παρέλαση πεζικού.Για άλλους τέλος, ένας στόλος στη θάλασσα. Αλλά για μένα, είναι να βλέπεις κάποιον να αγαπά κάποιον»
Σαπφώ (Γραμμένο τριαντατόσους αιώνες πριν, τις εποχές που υπέρτατη αρετή ήταν η ανδρεία, μια γυναίκα πρώτη τραγούδησε την αγάπη).

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2006

Θεσσαλονίκη... Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω

Κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη υπήρχαν οι πόλεις κράτη. Ήταν τότε που οι ευγενικοί πολεμιστές άφηναν πίσω τις κυράδες και τις δεσποσύνες να κεντούν έμπροσθεν των παραθύρων με τα μαλλιά ξέπλεκα, όπως μαθαίνουμε από την ιπποτική παράδοση. (Η παράδοση επέβαλε επίσης τις ζώνες αγνότητας).

Και ο ατρόμητος ιππότης σιγοψιθυρίζοντας το όνομα της δέσποινάς του (Καλλιόπη, Κατίνα, Βαλεντίνα) έπεφτε στη μάχη (και μετά στο πλιάτσικο). Για να τιμήσει τα χρώματα της σημαίας του. Από τότε βέβαια πέρασαν χρονάκια πολλά. Όμως, όπως ο σύγχρονος τραγουδοποιός άδει, «όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν».

Εν έτει 2006 η Θεσσαλονίκη, απέκτησε το σύμβολο της: η σημαία Της. Δεν θέλω να αναφερθώ στο αισθητικό αποτέλεσμα, δεν είναι εκεί το θέμα μας, γιατί αφενός θα γίνω κακός, πολύ κακός και αφ’ ετέρου το κιτς είναι θέση και άποψη. Ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις…
Ο συμβολισμός είναι που με σκιάζει, αυτά που υποδηλώνει, αυτά που υπονοεί. 'Ασπρο και γαλάζιο χρώμα, μια σειρά τείχη-πολεμίστρες και το κεφάλι του Μεγαλέξανδρου. Ενδεικτικό σύμβολο της στείρας νοοτροπίας που υπάρχει. Γιατί αν η πρώτη εντύπωση παραπέμπει σε μεσαιωνικά έτη, σε πόλεις-κάστρα που οι άρχοντες οχυρώνονταν πίσω από ψηλά τείχη εμποδίζοντας οτιδήδοτε «ξένο» σώμα, ιδέα, να μολύνει «την πόλη τους», η δεύτερη ανάγνωση οδηγεί απευθείας σε συνειρμούς για Μακεδονομάχους με υπέρμαχο στρατηγό τον Μεγαλέξανδρο. (Πώς λέμε ελεύθερο πνεύμα, ανοιχτοί ορίζοντες; Καμία σχέση!).

Αυτό είναι το σύμβολο της πάλαι ποτέ κοσμοπολίτισσας του Βυζαντίου και των Βαλκανίων; Tης πόλης του Μητροπολίτη και λόγιου Ευσταθίου (12ος αι.), του Γρ. Παλαμά (13ος αι.), του Ναζίμ Χικμέτ, του Αιμίλιου Ριάδη, των Γ. Βαφόπουλου, Ν. Γαβριήλ Πεντζίκη, Γ. Θέμελη, Γ. Ιωάννου; Αυτή είναι η Θεσσαλονίκη του Ασλάνογλου, του Αναγνωστάκη, της Καρέλη, του Μοσκώφ, του Χριστιανόπουλου; Κατάντια! Σαν φαρσοκωμωδία μοιάζει. Τι να πω… (Τα τείχη από ποιον μας προστατεύουν, όταν οι βάρβαροι από μέσα αλωνίζουν…). Ας κάνω λάθος, ας είναι διαβατάρικη η αίσθηση μου.

Αυτό ξέρω είναι ότι οι σύγχρονες πόλεις γκρεμίζουν που τα τείχη, γίνονται χώροι ανταλλαγής ιδεών (ότι δηλαδή ήταν πάντα αυτή η πόλη). Είναι πόλεις ανοιχτές με όραμα, σχεδιασμό, τομές, ρήξεις, μεταρρυθμίσεις οργανωμένες στα πλαίσια των σύγχρονων πολυ-πολιτισμικών κοινωνιών (η ίδια η ιστορία της Θεσσαλονίκη μας το διδάσκει αυτό). Από μια σύγχρονη πόλη αυτά θα περίμενε κανείς.

Αντί αυτού (προδίδοντας την καταγωγή μας), καταλήξαμε να έχουμε μια πόλη αφιλόξενη, ξενοφοβική που καλλιεργεί την απομόνωση, δοξάζει την εσωστρέφεια, βραβεύει την ημιμάθεια και κλείνεται στο καβούκι της ρέποντας προς τον επαρχιωτισμό, κάνοντας σημαία της το λαϊκισμό. Με αποτέλεσμα, αντί να πρωταγωνιστεί, να λουφάζει (αυτή που κάποτε υπήρξε πρωτοπόρος στα θέματα πολιτισμού) και ξεδιάντροπα, κουραστικά να επαναλαμβάνει ότι για όλα φταίει η επάρατος Αθήνα.

Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αν η Θεσσαλονίκη φιλοξενούσε τη Γιουροβίζιον, τότε οι ιθύνοντες θα θεωρούσαν ότι αυτό είναι «το» πολιτιστικό γεγονός της δεκαετίας. (Γιατί δεν είναι;;;;; σαν να ακούω αθώες και γνήσιας απορίας φωνές!!!) Δυστυχώς, αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό. Δεν καταλαβαίνουν, αδυνατούν να αντιληφθούν ποια είναι η βυζαντινή πόλη με τα χίλια πρόσωπα. Σχεδόν καθημερινά λαμβάνουμε τα αρνητικά δείγματα μιας νοοτροπίας που υποδηλώνει ότι είμαστε «αλλού γι’ αλλού». Με λύπη μου, στην ΤV100 άκουσα από τα πλέον επίσημα χείλη τη δήλωση ότι ένα από τα δύο μεγαλύτερα πολιτιστικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης είναι οι Γιορτές του Καρναβαλιού. (Δεν λέω... ισχύει ο καθείς και τα πρότυπα του! Σε εμάς έλαχε και ζήλεψαν οι άρχοντες τη δόξα του Σοχού και της Κρύας Βρύσης).

Το έτερο φυσικά κορυφαίο γεγονός επίδειξης της κουλτούρας της πόλης είναι οι ανεκδιήγητες γιορτές Αγγέλων ( η χριστουγεννιάτικη σύναξη στη Πλατεία Αριστοτέλους με το σύνθημα «όλη η πόλη μια παρέα» γίνεται η αποθέωση του «γύρω-γύρω όλοι» υπό τη συνοδεία αοιδών της πίστας και σόουμεν!). Και αυτό το ονομάζουν πολιτισμό!

Ας υποθέσουμε πως έβγαινε στα ΜΜΕ ο δήμαρχος της Αθήνας, της Ρώμης, του Βερολίνου, του Μιλάνου, της Πράγας να δηλώσει πως το μεγαλύτερο πολιτιστικό γεγονός της πόλης του είναι το Καρναβάλι της (κοινώς τα πανηγύρια)! Θα τον ξέσκιζαν οι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα, τα κανάλια, οι δημοσιογράφοι, οι σκεπτόμενοι πολίτες. Εδώ όμως … Τι συμβαίνει; Ανυπαρξία, αδράνεια, μπαξίσια ή φιμωμένες φωνές; Μεσαίωνας! Σαν να τιμωρεί ο ένας τον άλλο. Αν τώρα έπεσε στην υπόλοιπη Ελλάδα η (αφρικάνικη) σκόνη, σε εμάς μοιάζει να κόλλησε εδώ και χρόνια και να έπνιξε ώτα και οφθαλμούς. Τίποτε άλλο!
(Είμαι ονειροπόλος, το δέχομαι, μα σαν στα μάτια μου μπροστά ανέμισε το λάβαρο της πόλης, όλα αυτά έτσι μπερδεμένα ήρθαν στη αλήτισσα σκέψη μου;)

Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη...

«... Το καλοκαίρι της πρότεινα να έρθει μαζί μας στο κάμπινγκ. Να ξαπλώσουμε ένα βράδυ στην παραλία όλοι μαζί, να βλέπουμε τα αστέρια. Θυμάσαι τότε που είχα δει πρώτη φορά ένα να πέφτει;» (Μου μιλάει γι’ αυτήν και ταράζεται, η χροιά της φωνής του αλλάζει, η καρδιά του πάλλεται τόσο δυνατά που έχω την εντύπωση πως το στήθος του σφυροχτυπιέται).

«Θα την ανεβάσουμε και στη μηχανή, εσύ θα οδηγείς, αυτή στη μέση κι εγώ θα κάθομαι πίσω να την κρατώ σφιχτά αγκαλιά…» (κοκκινίζει με τη σκέψη και μόνο…) «… δεν θα έχει και κράνος άλλωστε» (συμπληρώνει για να δικαιολογηθεί). «Μπαμπά, θα την πάμε και στις καβουρότρυπες στα βραχάκια, έτσι;» (βολτάραμε εκεί τον Σεπτέμβριο, όταν είχαν φύγει όλοι).Σοβαρεύεται… «Θα της κρατάω το χέρι να μην πέσει, είναι επικίνδυνα εκεί».

Ο μικρός μου, μόλις 8 ετών, ένιωσε να τον τρυπάνε τα βέλη του έρωτα… Για καλή του τύχη, με ανταπόκριση. Η ποθητή έχοντας ζήσει τις ίδιες 'Ανοιξες, αφού του απέσπασε δηλώσεις ότι την αγαπάει, εκδηλώθηκε δείχνοντας ανάλογη συγκίνηση. Συμμαθητές στην ίδια τάξη (3η Δημοτικού) άνοιξαν πρόωρα τις φτερούγες τους με κατεύθυνση τον παιδικό ίμερο… Στον ήχο του τηλεφώνου πετάγεται αλαφιασμένος, περιμένοντας πρόσκληση για παιχνίδι . Στα διαλείμματα στο σχολείο, μου λέει ότι «την προστατεύει» από τα άλλα αγοράκια και ότι μόνο αυτός (ο άντρας ο επιδέξιος, ο δυνατός) την πιάνει όταν την κυνηγάνε… Μικρέ μου, σκέφτομαι, ίσως κάποτε να μάθεις ότι αυτή που αφήνεται να πιαστεί, αυτή πάντα επιλέγει. Αιώνων σοφία έχει υφάνει τη θηλυκή φύση.

Με κοιτoύσε όλο απορία όταν του ζήτησα να την περιγράψει. Αδυνατούσε να μου πει αν έχει μακριά ή κοντά μαλλιά, ή το χρώμα των ματιών της, δεν θυμόταν ούτε καν τι ρούχα συνήθως φορούσε… Για τον ερωτευμένο μικρούλη μου είναι ΑΥΤΗ. Η αιώνια γυναίκα που ξέρει να προσελκύει αγγίζοντας τα όρια του πάθους, χωρίς απαραίτητα να είναι η Ωραία των Ωραίων.

Αυτά τα παιδιά είναι πολύ μικρά ακόμη για να προσέχουν αν είναι trendy τα ρούχα που φοράνε. Η μικρή δεν ηδονίζεται ούτε κιαλάρει λογαριασμούς τραπεζών, κότερο και πιστωτικές για να υγρανθεί… Δεν έγινε ακόμη η απελπιστική ξανθιά που ακουμπώντας το δεξί χέρι στην πόρτα ενός κάμπριο καμαρώνει πίσω από τα γυαλιά ηλίου σαν παγώνι για το τρόπαιο. Και ο μικρός δεν έγινε ακόμη ένας μαλάκας που οδηγεί μια «γκομενοπαγίδα». Είναι τα μάτια που κοιτάχτηκαν και μια απροσδιόριστη έλξη που γέννησε αυτό που ονομάζεται αγάπη.

«Πώς θα αντιμετωπίσει τη ζωή; Έτσι μαλακός σαν βούτυρο θα τον πατήσουν…» μου έλεγε η θείτσα. «Η ζωή είναι μια συναλλαγή. Αυτός, έτσι που είναι θα πληγωθεί… Πρέπει να τον προετοιμάσεις....» Δεν νομίζω ότι θέλω να τον «προσγειώσω». Ο μικρός ήδη φαίνεται να αγαπάει καθ’ υπερβολήν. Όπως κάθε ερωτευμένος «ανεβαίνει», για την ακρίβεια ίπταται στον έβδομο ουρανό. Τα συναισθήματα του δίνουν αυτοπεποίθηση.

Δεν έχει -και δεν πρέπει να δώσει- σημασία ποτέ στη ζωή του, αν και πόσο θα πληγωθεί.. Από το να φοράει στενό κολάρο που να τον πνίγει και να κρατάει καβάντζες για να αποφεύγει τυχόν λαβωμένα συναισθήματα, χίλιες φορές να μείνει έτσι ευαισθητούλης -ανοιχτός στη ζωή κι ας ματώσει. Καμιά φορά η γεύση που έχει το αίμα είναι γλυκιά. Οι πληγές θα επουλωθούν και κάθε τραύμα θα είναι ένα παράσημο. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι στα πρώτα του βήματα μαθαίνει να εκδηλώνει τα συναισθήματα και να βιώνει ότι η αγάπη είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο.

«Μου είπε ότι κι αυτή μ’ αγαπάει... Μ’ αρέσει να τη σκέφτομαι με τις ώρες μπαμπά.» Πουλάκια μου…

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2006

Το μουνί το λένε Γιώτα

(άσμα της ένδοξης ελληνικής παράδοσης, είθισται χωρίς συνέπειες να τραγουδιέται Απόκρεω από καρναβαλιστές με εξέχοντα πέη. Οι συμμετέχοντες το απολαμβάνουν / το άσμα )

Στις περισσότερες κοινωνικές συνευρέσεις όταν κάποιος θα αυτοπαρουσιαστεί ή όταν θα στον συστήσουν, δεν θα είναι απλά ο Γιώργος, η Μπέτυ, ο Αποστόλης … Κάτι ακολουθεί, μια και η έννοια «άνθρωπος» ουδεμία αξία έχει ...

Σχεδόν συνειρμικά θα προστεθεί: δικηγόρος, συγγραφέας, οδοντίατρος... ή κάτι πιο απροσδιόριστο, οικονομικός σύμβουλος, executive manager. Σαν να θεωρείται αγένεια να συστηθείς και να πεις απλώς λέγομαι π.χ. Παπαδόπουλος. Νέτα σκέτα ένα όνομα, δίχως τίτλο ή επάγγελμα. Αντίθετα, φοράς μια (κοινά αποδεκτή) μάσκα (επιστήμονας, υπάλληλος, πολιτικός), που υποδηλώνει τη συμπεριφορά και τη θέση σου. Πριν απο το ποιος είσαι, προηγείται τι δουλειά κάνεις, τι ιδιότητα έχεις, μάνα, εργαζόμενη, νοικοκυρά, στέλεχος, ποιητής, πού ανήκεις, ακόμη σε ποια περιοχή κατοικείς. Μέλος φιλανθρωπικού σωματείου, οργάνωσης, οπαδός μιας ομάδας. Κάτι πρέπει να δηλώσεις. {Οι μέρες που βαφτίζονται καρναβαλικές ευνοούν το ξέδωμα, το ξεμπούκωμα και δικαιολογούν πέρα για πέρα τη φυγή από τα όρια του καθωσπρεπισμού. Δεν είναι παράξενη λοιπόν η απόλυτη εξοικείωσή μας με τα καρναβαλικά έθιμα}.

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις ήταν μια κουβέντα που είχα τις προάλλες και η πίεση από μια παρέα επιφανών πολιτών να ντυθούμε, να διασκεδάσουμε, να ....σπάσουμε τη μονοτονία. Συλλογίζομαι ότι άπαντες κρυβόμαστε πίσω από μια μάσκα... (τόσα χρόνια φορώντας την, έχει ξεχαστεί κι έγινε ένα με το πρόσωπο). Μια μάσκα που πολλοί από μας τη βγάζουμε μόνο στα καρναβάλια. Με πάταγο! Για να την αντικαταστήσουμε με αυτή που υποδηλώνει το «αποκριάτικο πνεύμα». Και που πιο πολύ ανταποκρίνεται στο πραγματικό μας πρόσωπο.

Έτσι, μετεμφιεσμένοι πίσω από την ανωνυμία, πλείστοι καταλήγουν σε άκρως τολμηρού περιεχομένου ενέργειες. Αυθαδιάζουν, σατιρίζουν, απαιτούν, διεκδικούν, με την προσωρινή κατάργηση και αναδιανομή τίτλων και προνομίων, τη μεγαλοπρεπή ευκαιρία, μια φορά το χρόνο να ξεδώσουν. Τα δουλικά θα γίνουν βασίλισσες, πριγκίπισσες και η χαριτόβρυτος αστή θα ντυθεί με τα κουρέλια. 'Απαντες, καρπούμενοι την «νόμιμη» ευκαιρία να κρυφθούν πίσω από τη μάσκα, δύνανται να ξεφύγουν από τα όρια τους αναζητώντας τον (από χρόνια χαμένο) εαυτό τους.

Και η γιορτή θα είναι ένα τραγούδι προκλητικό, δηλωτικό, αφού κατά κοινή παραδοχή ο λόγος είναι η πρώτη ενσυνείδητη πράξη που καποιος τολμά να εκφράζει επιθυμίες. Γι’ αυτό τα μασκαρέματα ευνοούν τις αθυροστομίες. Διόλου παράξενο λοιπόν που η σεμνή, «τίμια», μάνα, νοικοκυρά και ο μεσήλικας άρεν, στυλοβάτης της κοινωνίας, διονυσιάζονται άδωντας «το μουνί το λένε Γιώτα». Ουδεμία παραεξήγηση.

Φιλάρεσκα ο καθείς που συμμετέχει «παίζει» με το άλλο πρόσωπο, το επιμελώς κρυμμένο και διόλου αδιάφορο.Μ’ αρέσουν τα καρναβάλια. Τελικά μάλλον είναι και η μοναδική περίπτωση που ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις.

Υ.Γ.1 Ορμώμενος από το πνεύμα των ημερών δεν μπορώ να αντισταθώ να αναπαράγω ένα γνωστό ακραίο αλλά γι’ αυτό ίσως και τόσο δηλωτικό ανέκδοτο /ιστορία της αποκριάτικης κραιπάλης. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήθους, ύφους και υποκρισίας. Ο ευπρεπής κύριος με το πρόσωπο επιμελώς κρυμμένο στη φενάκη ενός τρελού καρνάβαλου μη κινδυνεύοντας να παρεξηγηθεί και μετά από επίμονη πολιορκία «στρίμωξε» την κρυφογελούσα σιωπηλή νεαρά. Κατάφερε να την απομονώσει σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού, μεταστρέφοντας την ελευθεριάζουσα ατμόσφαρα προς όφελός του και επιχείρησε να τη σοδομίσει. Οποία η έκπληξη που συνετάραξε τον δυστυχή, όταν σε κάποια επίμαχη φάση η νεαρά, μισοναζιάρικα, άφησε μια κραυγούλα «Α σιγά, θα με πονέσεις καλέ μπαμπά...» Ηθικό δίδαγμα: Η πραγματικότητα σοκάρει.

Υ.Γ.2 Φυσικά και θα «ντυθώ καρναβάλι». Πόσες μάσκες δικαιούμαι να έχω;

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2006

Χαμογελάστε και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν

… του Βαλεντίνου σήμερα (που γράφω), του Άγιου προστάτη των απανταχού ερωτευμένων. Αυτός και ο τρόπος εορτασμού με τις κόκκινες καρδούλες, τα δώρα και όλα τα μικροαντικείμενα ενδείξεων του έρωτα, λοιδωρείται ως ξενόφερτος από φαιδρούς, εκλησιαστικούς και κουλτουριαρηδες. Η δε εορτή βάλλεται και ως «εμπορεύσιμη». Άδικα εντελώς διαμαρτύρεται ένας φίλος! «Κάθε γιορτή προσφέρεται προς εκμετάλλευση... Απόδειξη οι εκατοντάδες εμποροπανήγυρεις που με αφορμή πάντα κάποιον Αγιο στήνονται στα χωριά. Με μια διαφορά, αυτόν τον Άγιο του έρωτα εμείς οι Έλληνες από παλιά τον είχαμε Θεό μας...»

Κατηφορίζοντας στα δρομάκια της πάνω πόλης σκεφτόμουν ότι είναι η μοναδική εορτή που στις εκδηλώσεις λατρείας δεν καλείσαι να τιμήσεις το πρόσωπο του Αγίου, αλλά το πρόσωπο που εσύ έχεις επιλέξει.... Μέρα επίδειξης αλλά και απόδειξης συναισθημάτων, που γίνεται αφορμή για εκδηλώσεις πίστης αλλά και αναζήτησης της… Αποκάλυψης -αλλά και κάλυψης της ερωτικής ένδειας. Οι περισσότεροι επιδεικνύουμε την έλλειψη του έρωτα με την ικανότητα να γινόμαστε χάλια. Άπαντες όμως μεταμορφωνόμασε όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί του.

Κάποιοι, συνήθως νεότατοι, ερωτεύονται σχεδόν καθημερινά. Άλλοι πάλι μεστοί και περισσότερο σώφρονες (;) μια δυο φορές στη ζωή τους. Οι περισσότεροι θα το επαναλάβουμε όποτε μας δοθεί η ευκαιρία να κλείσουμε το κενό που χάσκει μέσα μας.Κάποιοι πάλι είναι επιφυλακτικοί, προσεχτικοί για να «μη την πατήσουν»....Θυμίζουν αυτούς που μπροστά σ’ ένα πλούσιο τραπέζι με εδέσματα κάνουν δίαιτα... Μα ο ερωτευμένος από αυτό ακριβώς πάσχει, από την έλλειψη του μέτρου. Έρωτας είναι η δίψα και η πείνα του κορμιού και της ψυχής.

Η κοινωνία μας δέχεται την τρέλα του έρωτα μα εθιμικά βάζει τους κανόνες της. Δεκτά μόνο τα ομοειδή, ίδιας καταγωγής, οικονομικής κατάστασης, μόρφωσης , εμφάνισης , ηλικίας, χρώματος. Ο κούκλος πρέπει να πάει με την κούκλα, ο άσχημος με την άσχημη, η πόρνη με τον νταβατζή, κι αν κάποια αρτιμελής ερωτευτεί κάποιον σακάτη κάπου το σχήμα θα μπάζει. Οτιδήποτε σπάει τον συνδυασμό εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον.

Γι αυτό σχεδόν πάντα υπάρχει ένας θύτης κι ένα θύμα στα μάτια των άλλων. «Δεν ήταν της σειράς της», «τι του βρήκε», «τι της βρήκε», «του άξιζε μια καλύτερη», «τον τύλιξε», «την πήρε για τα λεφτά της», «η τσούλα τα ‘χει μ’ έναν παντρεμένο-η». Ένα είναι σίγουρο, ουδείς δύναται να κατανοήσει τον έρωτα των άλλων... Ο οίκος της επιθυμίας παραμένει ερμητικά κλεισμένος στη λογική.

Μοιραία συνάντηση, κισμέτ ή καθοδηγούμενος από τη λογική (κόρη ενάρετη με γαλλικά και πιάνο χριστιανικής παιδείας, κληρονόμος πλουσίας οκογενείας ζητεί ιατρό δικηγόρο... κάποιων αναλόγων προσόντων, βρε αδελφέ) ... ο έρωτας υπακούει στη δύναμη της φύσης, στο αντάλλαγμα των ματιών, στο εγκεφαλικό αγκάλιασμα και όχι στη λογική συνέπεια. Δεν αγαπά την τάξη και την ασφάλεια, επαναστάτης γαρ. Δεν έχει ωράριο και δεν χτυπάει κάρτα. Χλευάζει και καταπιέζει, εγωκεντρικός και σκληροπυρηνικός μυρίζει γενετήσια ορμή και γίνεται τόσο αγνός και ανήθικος, όσο δύσκολος και γελοίος.

Αγαπάει τα μεγάλα λόγια, γεννάει τις μεγάλες πράξεις. Λένε πως είναι τυφλός... γι’ αυτό δεν οδηγεί πουθενά, κάθε καινούριο ξεκίνημα είναι μια νέα αυταπάτη Και λοιπόν;

Δύο πράγματα είναι σίγουρα: ούτε προακαθορίζεται η στιγμή που θα ‘ρθει ούτε χρειάζεται να συντρέχει κάποιος σημαντικός λόγος για να ερωτευθούμε! Κι αυτό είναι πολύ σοβαρό... Μήπως από αβλεψίες, παραλήψεις, συμπτώσεις και τυχαία περιστατικά δεν ξεκίνησαν τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωής μας;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006

Οι «Άγγελοι του Δήμου»

Μόλις προχθές (31 Ιανουαρίου) ανακάλυψα ότι στο χωράφι της Αριστοτέλους - εκεί που τα Χριστούγεννα κάναμε τις μεγαλειώδεις γιορτές επίδειξης σουρεάλ ελληνικού πολιτισμού - παρέμεινε ακόμη αφύλαχτο το σκιάχτρο των Αγγέλων και σκιάχτηκα...

Τα τρία γλυκά φωτισμένα αγγελάκια.... Αν και δύσμορφα στην εμφάνιση όταν τα πρωτοείδα, είχα συγκινηθεί με την αμφισημία της εικόνας τους. Αφενός γιατί πλυμμύριζα νοσταλγία ενθυμούμενος το τηλεοπτικό «Λούνα παρκ» του μπάρμπα Γιώργη με τα λαμπιόνια, αφετέρου γιατί έδινε το τέλειο ψυχογράφημα της πρωτεύουσας των Βαλκανίων...

Παρακολούθησα τις αναλύσεις για το έργο, από αυθεντικούς ειδήμονες (ή τουλάχιστον τέτοιο ύφος είχαν): τι υποκειμενική ματιά, τι πολλαπλές αναφορές και εξπρεσιονιστικές αμφιταλαντεύσεις -η ευρωπαϊκή κουλτούρα στ’ αλήθεια ταρακούνησε τον νεοσουρεαλισμό μου. Με γηπεδική μανία βγήκε από μέσα μου η κραυγή « Πάρτε τα στα μούτρα Αθηναίοι». Τι κάνατε εσείς τον Δεκέμβριο; «Τα χρόνια της αμφισβήτησης: η τέχνη του 70 στην Ελλάδα», «Έκθεση πολιτικής γελοιογραφίας» στη Βουλή των Ελλήνων, «Αντιστίξεις» στο Μπενάκη, «2ο βραβείο Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής μουσείο Φρυσίρα» και με δεκάδες άλλα παρόμοια με ζάλισε η ειδικός μας περί τέχνης Μαρία. Εμείς εδώ δημόσια δια-δηλώνουμε την ασθητική μας στις παρυφές της καθημερινότητας και στην καρδιά του λαού. Αλλωστε η αισθητική τύπου «Φωτούλης» εδώ δεν διέπρεψε;

Όσο περνουσαν οι μέρες και απομακρυνόμασταν απο τα Χριστούγεννα, έφτασα σχεδόν να πιστέψω ότι μια και το έργο αυτό αλληλοπροσδιορίζεται με την πόλη, επιτέλους κάποιος ανέλαβε την πρωτοβουλία και θα μείνει για πάντα εδώ. Κι αυτό για να μη νομίζουν μερικοί άθλιοι νότιοι ότι μόνο στα αθλητικοποδοσφαιρικά ανατσουτσουρώνεται η πόλη και βγάζει γλώσσα, όταν αραιά και που κερδίζει κάποια ομάδα τους. Αν κιοτάτε Αθηναίοι πάμε για κόντρες και στα καλλιτεχνικοπολιτιστικά (στις βραδυνές τουαλέτες και φωτογραφίσεις των επισήμων προσκεκλημένων ενοώ...)

Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που ο κ. Καρατζαφέρης εξ Αθηνών τείνει να περιφρονήσει τη πρωτεύουσα και επιθυμεί σφόδρα να μετοικίσει στα μέρη μας! Κάπου να σε καταλαβαίνουν... (αυτό ήταν ταινία νομίζω) Κομίζεται σαν υποψήφιος δήμαρχος και απειλεί ως δαμόκλειος σπάθη τη σταθερότητα αυτή της πόλης.

Ακούσατε κανέναν να διαμαρτύρεται; Είδατε να γίνεται χαλασμός από τα πρωτοσέλιδα στον τοπικό τύπο, «πού πας ορέ χαμουτζή, εδώ έχουμε δικά μας παλικάρια»; Σεμνά και ταπεινά, κατά το δόγμα, αποδεχόμαστε σχεδόν τα πάντα με μια νοσηρή στωικότητα Mοιραία ανακαλύπτεις απέναντι σου σ’ ένα βλέμμα στον καθρέπτη τον εαυτό σου να πετά καβάλα σ’ ένα άσπρο σύννεφο. Έτσι κι αλλιώς όλα πάνε καλά (κι αυτό άσμα είναι)! Σσσσσσς η πόλη κοιμάται......

Και το απίθανο είναι ότι τίποτε δεν γίνεται «εξεπιτούτου», όπως θα έλεγε κάποιος λαϊκός ηγέτης. Απλά ουδείς από τους ντόπιους ταγούς του πολιτισμού αντιλαμβάνεται για τι πράγμα μιλάμε.... σε κοιτάζουν με το νιρβάνα χαμόγελο- καρμπόν και με γνήσια απορία (γιατί διαμαρτύρεσαι;) Σ’ αυτή τη πόλη παρανοούμε το «ασυνείδητο της τέχνης», κατανοώντας το ως «οι ασυνείδητοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό και τη τέχνη».

Και ενώ ετοίμαζα λάβρος αυτό το κείμενο με αφορμή τους «Άγγελους του Δήμου», κάποια ξεχασμένη επιτροπή καθαριότητας, (ψεύδος μέγα! η πολιτιστική αστυνομία πρέπει να ήταν) πέρασε και -μια μέρα πριν μπει ο Φλεβάρης- το ξήλωσε!

Φρονώ ότι οι αρμόδιοι έχασαν τη μεγαλύτερη ευκαιρία επίδειξης λεπτού γούστου και χιούμορ. Αφήνοντας για λίγες μέρες ακόμη το κακοτέχνημα της Αριστοτέλους. Πολύ σύντομα (της Απόκρεω) θα ήταν τέλεια ταιριαχτό.

Υ.Γ. (για να μην παρεξηγούμαι) Δεν είπα ποτέ ότι οι Θεσσαλονικείς είναι προοδευτικοί, συντηρητικοί ή κιτς ! Η συντριπτική πλειοψηφία αντικατοπτρίζεται στις επιλογές της όταν ψηφίζει

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2006

Η εκδίκηση και η περί δικαίου αίσθηση

Μια γνωστή που συνάντησα τυχαία στο αεροδρόμιο τις προάλες μου έλεγε «Τι θέλουν τα κανάλια και συνέχεια ασχολούνται με το αν αυτοκτόνησε ο Ρώσος φονιάς»... «...δεν έχω πρόβλημα με τη καταγωγή του, δεν είμαι ρατσίστρια και δικός μας να ήταν, αν του έριξαν μια σφαίρα και τον 'αυτοκτόνησαν', καλά του έκαναν... κρίμα τα παλικάρια που έφαγε ο αλήτης». Στην ελληνική κοινωνία πλανάται η αίσθηση ότι αν τον «καθάρισαν», τότε «καλά του κάνανε». Αυτή η «αυτοκτονία», εφόσον δεν είχε και πολιτική χροιά, σχεδόν πανελλαδικά έγινε αποδεκτή με ικανοποίηση. Σιωπηρά εγκρίθηκε... Κι αυτό είναι το θέμα μας.

Γλυκαίνει η οργή σαν αναλάβει η εκδικητική μανία την υποκατάσταση της δικαιοσύνης. Ο κορεσμένος και παθητικά δεχόμενος μηνύματα νους συντάσσεται με την αυθόρμητη πρωτογενή αγανάκτηση της ψυχής και σαν αναβράζoν δισκίο σε μισογεμάτο ποτήρι φέρεται να λέει συνειδητά -εκφράζοντας το ασυνείδητο- «καλά τους έκαναν».

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να καταλάβει κάποιος ότι όλα τα εγκλήματα εκδίκησης γίνονται -με μια εγωιστική νοσηρότητα- για την ηθική ικανοποίηση και την «αποκατάσταση» μιας τιμής που βαφτίζεται ιερή. Αλίμονο όμως, αν η δικαιοσύνη αποδίδεται από συγγενείς, φίλους και συναδέλφους των θυμάτων, που λογικό είναι να αντιδρούν εν μέσω καταστάσεων ψυχικού κλονισμού και οδύνης. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία τέτοιες πρακτικές θα έπρεπε να είχαν αποβληθεί προ πολλού. Με ποια δεδομένα, στοιχεία, γνώσεις, αποδείξεις, ενδείξεις γίνεται κάποιος αυτοδικαίως τιμωρός; Παρόμοιες εκδικητικές λογικές, που υποστηρίζονται αυθαίρετα από κάποια άτομα στο όνομα μιας αυθόρμητης -ανθρώπινης μπορεί και ιδιοτελούς- δικαιοσύνης, που φέρεται να είναι πάντα υπέρ μιας ηθικής, μιας ιδέας, μιας επανάστασης, καταργούν περιφρονητικά όλους τους θεσμούς του κράτους.

Έγραψα κι άλλα παρόμοια επιχειρήματα ενάντια στην εκδικητική μανία που «αυτοκτονεί» τους θύτες, αλλά τελικά τα έσβησα... Σκέφθηκα ότι όλα όσα λέω είναι η μία πλευρά της αλήθειας, είναι όμως και κομμάτια από τον μανδύα που σκεπάζεται ο νομιμόφρων πολίτης. Γιατί, λογικά, είμαι ένας μικροαστός, εγκλωβισμένος μέσα στους θεσμούς, γνήσιο παθητικό τέκνο της tv, των εξετάσεων, σπουδών, συνεντεύξεων εργασίας, που κάθιδρο τρέμει στην απώλεια των «κεκτημένων». Στ' αλήθεια δεν ξέρω, αν αυτό που μας εμποδίζει να «εκδικηθούμε» είναι η αγάπη στον άνθρωπο ή ο φόβος από τις συνέπειες και τα δεινά που μετά θα υποστούμε.

Μάλλον είναι δύσκολο να στηθείς στην άλλη πλευρά για να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου, όταν μια ζωή εκπαιδεύεσαι σε αποστολές χρησιμοθηρίας. Το εγώ μας σπάνια συναντά την ελευθερία των αποφάσεων. Κρύβεται φοβισμένο σε κάποια θρησκεία, οικογένεια, φιλία, στον πρώτο τυχόντα έρωτα. Σε αυτήν την αυταπάτη όλων των εξωραϊσμένων πράξεων συμφέροντος, αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι είναι να αντιδράμε με εξάρσεις φθηνού αντικομφορμισμού. Κάποιοι ορμώμενοι από το πάθος, που μόνο η εκδίκηση και ο έρωτας μπορεί να κρύβουν, διαβαίνουν τον ποταμό. Μήπως όμως τελικά αυτή η πρωτόγονη ροπή, είναι η αδόκιμη έκφραση του εγώ μας; Μήπως μέσα από το θυμό και τη μανία του πάθους ξεμυτίζει η μόνη ανόθευτη αλήθεια; Μπερδεύονται οι σκέψεις μου. Αδυνατώ να βγάλω ένα ασφαλές συμπέρασμα.

Υ.Γ. Τα δικαιώματα που έχει ο δολοφόνος -ο θύτης που έγινε θύμα- τα ελαφρυντικά, τα κίνητρα, η ψυχολογική κατάσταση αποσιωπήθηκαν, χωρίς να παραγνωρίζονται. Κατά κάποιο τρόπο είναι η άλλη μου πλευρά, η πρώτη. Ο σκοτεινός μου εαυτός, απέναντι στον άλλον της ημέρας.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2006

Θάνατος...

«Πάψτε τα μυξοκλάματα. Τα έντομα, τ' αστέρια κι οι εραστές οφείλουν κάποτε να σβήνουν.» (Κομπαγιάσι)

Η ερώτηση ήταν κατηγορηματική:«Αν σήμερα ήταν να πεθάνεις, πρέπει να μου πεις ποια θα ήταν η τελευταία σου επιθυμία;»Τυχαία μπήκα σ' ένα χώρο συνομιλιών του internet και από εκεί που γλαρωμένα έψαχνα για συνταγές αντι-ανίας, κόλλησα... Οι ηλικίες που έγραφαν και τα προσωπικά βιώματα χαρακτήριζαν τις απαντήσεις«-Θα ήθελα να κοιμηθώ με την κοπέλα μου αγκαλιά. Μόνο αυτό». «-Εγώ θα ήθελα να είχα αγκαλιά την σύντροφο μου, αλλά δεν έχω σύντροφο, οπότε δε 'πα να πεθάνω».«-Να μην γίνει αισθητή η απουσία μου σε κανέναν».

Ώρα πέντε το πρωί. Ένας ζηλιάρης άνεμος χορεύει με τις νιφάδες. Σκέφθηκα πως θα απαντούσα σ' αυτήν την ερώτηση... με τα δεδομένα ότι δεν είμαι ήρωας, ούτε άγιος ούτε τόσο αλτρουιστής, αντίθετα έχω απωθημένα, μανίες, δίψα, πόθους και την πεποίθηση ότι σιχαίνομαι τη μιζέρια και το μελόδραμα. Το δεδομένο είναι ότι όλοι θα πεθάνουμε. Ας τελειώσουμε, λοιπόν με ψηλά το κεφάλι αποχαιρετώντας τις φαντασιώσεις και τις προσδοκίες μας. Εν πρώτοις αυτό που σίγουρα θα ήθελα, είναι να χιονίζει -σαν σήμερα- για να βγω μια τελευταία βόλτα από τα κάστρα μέχρι την παραλία. Πριν σβήσουν τα ίχνη μου θα ζητούσα να δω τα νησιά μου, εκείνα που ναυαγός ακούμπησα και έβρεξα τα χείλη μου μα δεν ξεδίψασα μια και λαχταρούσα «...να πιω όλο το Βόσπορο». Με την αποφασιστικότητα της τελευταίας ώρας, πάνω στο λευκό χιόνι θα χαράξω τα σημάδια μου, λέξεις, φράσεις, ονόματα, ημερομηνίες, όσα κράτησα όλα αυτά τα χρόνια με την ελπίδα ότι αυτή η στιγμή κρατά μια αιωνιότητα και την ωραία πλάνη πως κάποιες εικόνες, κάποιοι ήχοι, παραμένουν πάντα μέσα μας.

Δεν θά θελα να είμαι πουθενά αλλού. Εδώ στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα, από εδώ θα ήθελα να φύγω. Και σ' αυτή την τελευταία βόλτα να ψάξω και να βρώ αυτούς που χαθήκαμε και να συνθηκολογήσω. Πολλές ιστορίες έμειναν σαν ένας πίνακας μισοτελειωμένος. Θα αποδεχόμουνα όσα πέρασαν βάζοντας απέναντι μου τα πρόσωπα που πόθησα ποικιλοτρόπως, το κορμί τους, τις γνώσεις τους, την κίνηση, τα πάθη τους, αυτά που δεν αποκάλυψα ποτέ και σε κανένα ότι λαχταρώ. Προφανώς τη μούγκα που έδειξα τότε, την τελευταία ώρα, σήμερα θα την έκανα λογοδιάρροια. Δεν μπορεί να χάθηκαν όσα ένιωσα.
Ναι, το μόνο που μπορώ να σκεφθώ πάνω στην ερώτηση, είναι ότι στ' αλήθεια θα ήθελα να ξέρω τη νύχτα που θα πεθάνω, για να έχω προετοιμάσει τους δικούς μου, να πω ό,τι δεν είπα, να κρατήσω στην αγκαλιά μου τα αγαπημένα πρόσωπα και αντί για εξηγήσεις, αφού έτσι πρέπει να γίνει, να αφουγκραστώ το χάδι της ανάσας τους. Όταν φύγεις δεν υπάρχουν γιατί.... Θυμάμαι κάτι που διάβασα παλιότερα: «Η νιφάδα του χιονιού δεν πέφτει ποτέ σε λάθος σημείο».

Χιονίζει από χθες και η ατμόσφαιρα είναι παγερή σχεδόν διάφανη. Οι νύχτες που σαρώνουν τα φώτα της πόλης σκεπάζονται μ' ένα μεθυστικό λευκό και οι νιφάδες στους δρόμους που δεν παγώνουν γίνονται νερό. Χαράζει, κι αυτή είναι η ώρα που έχεις ανάγκη να αγκαλιάσεις έναν άφυλο Άγγελο με μακριά μαλλιά, έναν από αυτούς που θεσπέσιοι και ποθητοί λάμπουν στο φως που αντανακλά το χιόνι. Αυτοί κυκλοφορώντας ανάμεσα σε ανθρωπους λυσσασμένους για επιτυχία, ιχνηλατούν σιωπηλά το παρόν και το παρελθόν παρασύροντας τα προσφιλή τους πρόσωπα. «Έλα μαζί μου...» ψιθυρίζει μια φωνή. «Όλα έξω είναι μαγικά όμορφα, περιμένουν μόνο ένα άγγιγμα σου για να ζωντανέψουν».

Υ.Γ. Ξαναδιαβάζοντας αυτά που γράφω δεν μπορώ να συγκρατήσω έναν αυτοσαρκασμό... Η μέρα του θανάτου μου σαν διαφήμιση της coca cola είναι... Αυτό που με μπερδεύει τελικά, είναι αν εμείς κατευθυνόμαστε από τις διαφημίσεις ή αν αυτές είναι που αντιγράφουν τη ζωή.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2006

Αθήνα-Θεσσαλονίκη

(15 λεπτά ασπρόμαυρων συναισθημάτων στη διαδρομή)

Να σταματάς το χρόνο και να «γεύεσαι τη στιγμή», αυτό πρέπει... σκεφτόμουν με αγαλλίαση αγνοώντας την κρύα μέρα. Μέσα από τη θαλπωρή του τραίνου κοιτάζοντας το όμορφο τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου, ξεδιπλωνόταν ένα χειροποίητο χαλί με εκατομμύρια κόμπους. Κάτι με πότιζε γλυκόπιοτο ποτό, σχεδόν διαλύοντας τα δύσκολα που δηλητηριάζουν την ψυχή... Μετά την πρώτη γουλιά έδειχνε να διευκολύνεται ο βηματισμός απομάκρυνσης. Με κάποιο μαγικό ξόρκι απολάμβανα μια λυτρωτική αίσθηση.

Και όμως, σχεδόν πριν από πέντε λεπτά στο μυαλό μου σφυροκοπούσε ένας ξέφρενος ρυθμός από μίζερες σκέψεις. Με είχανε «στριμώξει στη γωνία». Ένιωθα τα προβλήματα ενωμένα όλα μαζί σ' ένα βρόγχο-βδέλα να πνίγουν την ανάσα. Κάθε αναπνοή κι ένα ακόμη βάρος. Ένα παραλήρημα που έκοβε το οξυγόνο και μπουρδούκλωνε τις σκέψεις.

Τη μια στιγμή να θέλεις να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο και την άλλη να νεραϊδοσεργιανάς! ... Αυτό το πέρασμα, από τη μαυρίλα στην απόλαυση ενός ευδαιμονικού κρεσέντου ομορφιάς... να αγνοείς τις σκοτεινές απρόσκλητες σκέψεις (σημάδια ύπουλα) και να ξεκινάς να αποχρωματίζεις το μαύρο στα χρώματα ενός ουράνιου τόξου. Έρχονται φορές που αναρωτιέμαι τι είδους φρενοβλάβεια υποθάλπει αυτή η φυγή του μυαλού.

Αναπάντητα ερωτήματα, μα δεν ζητώ εξηγήσεις... Αδιαφορώ, δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να μπλέξω σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και παρόμοια τερτίπια. Μια τέτοια στιγμή που η διαδρομή ενός τραίνου με τα διαφεύγοντα τοπία κατάφερε να σταματήσει τις ανησυχίες και να μετατρέψει τη θλίψη σε μια μορφή χαράς, αν μη τι άλλο, είναι ιερή. Σχεδόν πρωτόγονα αφήνομαι να την απολαύσω. Την ανταμείβω μ' ένα χαμόγελο... αδιαφορώντας για τις εντυπώσεις που προκαλώ στους συνεπιβάτες.

Οι γλυκεύγευστες σκέψεις διακόπηκαν στη Λάρισα. Ένας ευγενικός μεσήλικας που επιβιβάστηκε ρώτησε αν μπορούσαν να καθίσουν δύο άτομα στο κουπέ που βρισκόμουν. Δύο του «καλού κόσμου» που θα ανοίξουν την εφημερίδα τους και θα μ' αφήσουν στην ησυχία μου, σκεφτόμουν με ανακούφιση. Ησύχασα περισσότερο όταν βεβαιώθηκα ότι ήταν ένα από τα κλασικά ζευγάρια που οι κουβέντες μεταξύ τους είναι αντιστρόφως ανάλογες με τα χρόνια που συμβιώνουνε - όσο περισσότερα, τόσο λιγότερες - βοήθησα κι εγώ σκύβοντας σ' ένα βιβλίο, προσπαθώντας να ξανασυνδεθώ με το υπερπέραν μου.

Στο αμέσως επόμενο πεντάλεπτο ο ελεγκτής (κι αυτός αδιάφορος για τις ονειροφυγές μου) άνοιξε διάπλατα την πόρτα ζητώντας τα εισιτήρια. «Είναι βέβαιο ότι η οικογένεια που κάθεται στο διπλανό κουπέ έχει εισιτήρια γι' αυτή τη θέση;» ήταν μια αναιδής ερώτηση -σεμνά διατυπωμένη- που βιάστηκε να ξεστομίσει ο «ευγενής» λαρισαίος συνεπιβάτης ... «Είναι γύφτοι....» συμπλήρωσε συνωμοτικά η συνοδός του.

«Δυστυχώς... (ειπώθηκε με πολύ θλίψη) δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, πληρώσανε», αναφώνησε εν είδει συγγνώμης ο κατανοών βιοπαλαιστής... Και αυτή σηκώνοντας το βλέμμα από ένα gossip περιοδικό - από αυτά που καλλιεργούν το πνεύμα- αναφώνησε, «θα είναι οικογένεια του βασιλιά των τσιγγάνων, πώς αλλιώς να ταξιδέψουν στην πρώτη θέση οι γύφτοι...» (....)

Μετά τη στιχομυθία που παρακολούθησα αποπροσανατολίστηκα και, παρόλο που προσπάθησα, δεν κατάφερα να συναντήσω το σημείο που ταξίδευα, παρά μόνο αφέθηκα σε μια καλοπροαίρετη σκέψη για όσους φεύγουν με τον νου... Παιδιά, ας ευχηθούμε κάποτε να κάνουμε ένα ταξίδι με μόνο συνεπιβάτη ένα αγαπημένο πρόσωπο... κι όσο περνά η ώρα το ταξίδι να αγγίζει το κάλλιστον, τα χείλη, οι σκέψεις, τα βλέμματα, να μπλέκονται, κορμιά σε ερωτικές αναζητήσεις, ξετυλίγοντας τα συναισθήματα που μας περιτυλίγουν και ουχί εξηγώντας ή ρωτώντας. Μια παρόρμηση που γεννήθηκε μια στιγμή που η ψυχή ανάσανε.

Υ.Γ. Όλοι (οι Έλληνες) είμαστε μη ρατσιστές έχοντας στο μυαλό μας ότι ρατσιστής είναι μόνο όποιος οδηγεί στην πυρά τους μαύρους. Άπαντες δε διασκεδάζουμε με τις ατάκες του τηλεοπτικού γύφτου-Λαζόπουλου που σατιρίζει «τους άλλους». Αναγκαία συνθήκη για να αντιληφθούμε ποιους αφορά η σάτιρα, είναι να μας απευθυνθεί με ονοματεπώνυμο. «Μα τι Νταλάρας είσαι...».