Τετάρτη 23 Μαΐου 2007

μέρος 2ο / Θεσσαλονίκη : έγινε Βλαχούπολη, οδεύει προς Βλακούπολη

(η σχετικότητα της λογικής και η πρακτική της ασχετοσύνης)

Σήμερα το φρούτο που ευδοκιμεί εν αφθονία στην πόλη είναι οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι (κατηγοροποιoύνται σε ιδεαλιστές και αμοραλιστές). Έχοντας γίνει καχύποπτοι με όσους κινούνται ανιδιοτελώς επιθυμώντας να προσφέρουν στην κοινωνία, μέσα μας, υπόγεια δουλεύει το «και εσύ τι θα κερδίσεις;». Για τους άλλους δεν υπάρχουν αμφιβολίες, επιδιώκουν προσωπικό όφελος, βουλευτιλίκια και άλλα εξίσου κερδοφόρα σπορ. Τέσπα. Άπαντες όμως ανιδιοτελείς και μη, έχουν σοβαρούς λόγους να παράγουν δημόσιο έργο. Το προσωπικό συμφέρον τέμνεται από το συλλογικό, οπτική πασιφανέστατη ακόμη και για μωρούς! Ακόμη και έτσι κουτσά-στραβά η δουλειά θα μπορούσε να γίνει. (μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα θα κάνουν άλλωστε...)

Όσοι κατοικούν στη Θεσσαλονίκη βιώνουν πως εδώ επικρατεί κατά κράτος η σχετικότητα της λογικής και οι άσχετοι. Ο κουνιάδος, ο ανιψιός, η Μαίρη της Κατίνας και ο Γιωργάκης που μας ψήφισε και πίνει νερό στο όνομά μας θα πάρει τη θέση. Τώρα, αν είναι ζαβός ο Γιωργάκης δεν έχει σημασία, ποιος γαμεί τα περί αξιών, γνώσεων, επιπέδου και άλλα κοινότυπα. Εδώ κυριαρχεί πολύ ισχυρή η οθωμανική παράδοση, το ρουσφέτι... Σου κάνω χάρη και μου χρωστάς. Έτσι στη διανομή θέσεων δεν μετράνε τα μεταπτυχιακά ούτε ή άριστη γνώση του αντικειμένου αλλά ο βαθμός υποταγής και πιστής του τοπικού πτηνού οσφυοκάμπτης. (Οι ημιμαθείς είναι οι πλέον αλαζόνες)

Επιτρέψτε μου να ισχυριστώ πως ουδείς θέλει το κακό του, πολύ περισσότερο οι αρμόδιοι που θέλουν να δείξουν και λίγο έργο. Μόνο που μέσα από μια προσωποπαγή νοοτροπία έρχονται σε κόντρα με το ίδιο τους το συμφέρον, αδυνατώντας να αντιληφθούν πως τα αξιώματα δεν μοιράζονται σε «ημέτερους» αλλά στους άριστους. Χρήματα υπάρχουν αλλά γίνεται κατασπατάληση σε συμμέτοχους. Έτσι δημόσια έργα καταστρέφονται, γιατί είναι παραμελημένα και άλλα που μόλις έγιναν είναι για τα ανάθεμα. Προγραμματισμένες μελέτες είναι για να παίζουν το ρόλο βεντάλιας. Οι επιλογές γίνονται όχι με βάση τις ανάγκες της πόλης, αλλά σύμφωνα με την κομματική γραμμή. Σε οράματα θα ήταν μέγιστη ύβρις να αναφερθούμε. (μια και μιλάμε για επιλογές των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών)

Κάτσε ρε μάγκα, θα μπορούσε κάποιος να πει, δημοκρατικά εξελέγησαν όσοι εξελέγησαν, τι έγινε; Από τι πάσχουν οι Θεσσαλονικείς; Υπάρχει συλλογική τύφλωση; Διανοητική ανεπάρκεια ή αισθητική αποχαύνωση; Καμία ηγεσία δεν έχει, ούτε θα είχε την κοινωνική διεισδυτικότητα που έχει, αν δεν είχε κάποια μέσα στήριξης, προπαγάνδας και διεμβολισμού της κοινωνίας. Και αυτά φυσικά είναι τα Μέσα Μαζικής Ε(ξ)ημέρωσης. Ο λαός γύρω για τον οποίο κόπτονται άπαντες, έχει εικόνα του τι γίνεται, αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει από τα τοπικά μέσα επικοινωνίας, εφημερίδες, κανάλια, ραδιόφωνα, περιοδικά. Η αρθογραφία είναι που επιτρέπει ή απαγορεύει τα πολιτικά σαλτανάτια, αυτή ελέγχει την τοπική εξουσία. Ο ψύχραιμος αναγνώστης, όμως, πέρα από σπόντες και επιφανειακές προσεγγίσεις δυσκολεύεται σήμερα να βρει δημοσιευμένα, τα κακώς κείμενα και όσα δεν γίνονται, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (πρόσωπα των ΜΜΕ που τρίζουν τα δόντια τους σε όσα απροκάλυπτα υποκαθιστούν τη λογική).

Και ένα σχετικό και άσχετο παράδειγμα: Γνωστός δημοσιογράφος ελάλησε προ λίγων μηνών, «Κάτι λείπει μέσα από το περιοδικό σας!» (πολλά, λέμε εμείς, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος). «Η στήλη κριτικής πάνω σε μαγαζιά, που έχουν άλλα περιοδικά....». Αράδιασε το βιογραφικό του και απαρίθμησε τις γνωριμίες (αυτή η μαγική λέξη) που τρόπον τινά ήταν τα διαπιστευτήριά του. Στην ερώτηση σε ποιους θα τα «χώσει», ποιους θα κάνει «ρόμπα», η απάντηση που λάβαμε ήταν «Μα σε αυτούς που δεν είναι πελάτες μας». Κοινώς, όσους δεν μας τα ακουμπάνε έμμεσα ή άμεσα... Λογική που εφαρμόζεται κατά κόρον. Γραφικοί, σχεδόν φαιδροί τύποι, επωφελούμενοι προσωπικά από τα κείμενά τους, διαμορφώνουν αισθητική και φρόνημα, γεμίζοντας τον εγκεφαλικό φλοιό του αναγνώστη σκατά. (Κάποιοι μοιράζουν τα φύλλα στην τράπουλα και κάποιοι εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία...) Πάρκαρα τη μηχανή πλάι στο πεζούλι από το ανάκτορο του Γαλέριου. Την πλατεία Ναυαρίνου τη λατρεύω, διότι εκτός του ότι έχει τα πιο συμπαθητικά καφέ, πανόστιμες κρέπες και μούρλια παγωτά μηχανής κάνεις χάζι και όλα τα επαρχιωτόπουλα που βάλανε τα χρυσά τους, τα λιλιά τους και κατηφορίζουν για παραλία. Λίγα μέτρα πιο πέρα μια παρέα χαρντροκάδες καλαμπουρίζουν με κάτι πανκιά. Περνάω ανάμεσά τους και πιάνω ότι κάνουν κουβέντα για την υποθαλάσσια!!! Εδώ χτυπάει η καρδιά της πόλης που γεννηθήκαμε, που αγγίξαμε και μέσα στην αγκαλιά της ερωτευτήκαμε πρώτη φορά, η κοσμική, η αλανιάρα, που έχει παρεξηγηθεί! (...και επειδή την αποκάλεσαν «νύμφη» του Θερμαϊκού κάποιοι εννόησαν ότι πρέπει να τη σοδομήσουν)

Υ.Γ. Δυστυχώς, πολλοί από αυτούς που διαμαρτύρονται αντιπολιτευτικά είναι εξίσου χυδαίοι, γιατί πλειοδoτώντας σε λαϊκισμό, το κάνουν καραδοκώντας με τη σειρά τους να βουτήξουν στο μέλι.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

μέρος 1ο / Θεσσαλονίκη: έγινε Βλαχούπολη, οδεύει προς Βλακούπολη

(Η σχετικότητα της λογικής και η πρακτική της ασχετοσύνης)

Ερώτηση που κατέθεσαν δημοτικοί σύμβουλοι στη τελευταία συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Θεσσαλονίκης: Για ποιο λόγο ο Δήμος Θεσσαλονίκης εμφανίστηκε να διαφημίζει με τον λογότυπό του καλλιτέχνες και το νυχτερινό κέντρο στο οποίο εμφανίζονται αυτή την περίοδο, σε πανό αναρτημένα σε κεντρικούς δρόμους της πόλης (μόνο στη διαδρομή ΧΑΝΘ - Τσιμισκή - Βενιζέλου είχαν αναρτηθεί την προηγούμενη εβδομάδα 25 πανό). Ποια είναι η πολιτική για τον πολιτισμό την οποία δημιουργεί και προωθεί ο Δήμος με τέτοιες ενέργειες που καθιστούν τον Δήμο σπόνσορα νυχτερινών κέντρων και των καλλιτεχνών που εμφανίζονται εκεί; Αυθαίρετα παίρνοντας το λόγο θα ήθελα να μεταφέρω την απάντηση που μου εδωσαν όταν έκανα και εγώ ένα ανάλογο ερώτημα και άρχισα να διαμαρτύρομαι για μια ιστορία που αναφέρω στη συνέχεια. «Μην κάνετε έτσι, δεν είναι πως έχουν κάτι εναντίον σας, είναι θέμα κουλτούρας, κάνουν όσα καταλαβαίνουν, όσα λέτε εσείς περί πολιτισμού και κοινωνικές ευαισθησίες τα έχουν γραμμένα στα αρχίδια τους».

Και η ιστορία μας τώρα…
Σχεδόν όλοι μας έτυχε να ακούσουμε -και μερικοί να ζήσουν από πιο κοντά-, μια ιστορία με αρνητικό πρωταγωνιστή κάποιο πρόσωπο-θύμα της μάστιγας των ναρκωτικών. Χωρίς περιττολογίες είπαμε να πράξουμε το ελάχιστο με τις δυνατότητες που μας δίνει το περιοδικό CITY. Να δημιουργήσουμε μια βιβλιοθήκη για το ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων) για αυτούς που παλεύουν να ξεφύγουν. Πριν δύο χρόνια καταφέραμε κάτι ανάλογο, μια βιβλιοθήκη για την φυλακή Διαβατών. Οι αναγνώστες του περιοδικού κάναν κάποια μάτια να δακρύσουν, όταν προσέφεραν για το σκοπό αυτό πάνω από 4.000 βιβλία. Για να διευκολύνουμε τη συμμετοχή αυτή τη φορά σκεφθήκαμε να νοικιάσουμε ένα βανάκι και να το σταθμεύσουμε στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης στην πλατεία Αριστοτέλους απέναντι από τη στάση του αστικού, για πιο εύκολη πρόσβαση. Και για να είμαστε σε όλα τυπικοί ζητήσαμε εγγράφως την άδεια απευθυνόμενοι στην Αντιδημαρχία Πολιτισμού, γιατί θεωρήσαμε, αυθαίρετα, πως εκεί εμπίπτει η πρωτοβουλία μας. Και αρπάξαμε το πρώτο βόλι. Η απάντηση ήταν αρνητική. Η αλήθεια είναι ότι αυτές τις μέρες είδαμε να συχνάζουν στο σημείο που ζητήσαμε να σταθμεύσουμε προσωρινά, αθίγγανοι με τη πραμάτεια τους, μικροπωλητές με μπαλόνια και άλλοι με παιχνίδια. Μείναμε όλοι σαν χάνοι αλληλοκοιταζόμενοι, μη μπορώντας να πιστέψουμε τι γίνεται. Ήταν τόσο απλό και τόσο λίγο να σταθμεύσουμε κάποιο αυτοκίνητο που θα συγκεντρώνει βιβλία για το σκοπό μας. Ακολούθησε όμως και δεύτερο βόλι που χρύσωσε το χάπι. Σε αντιδιαστολή με το αίτημα που μας προσγείωσαν, μας επιφυλάσσανε ένα πέταμα στην οδό Αριστοτέλους μεν αλλά πάνω από το ύψος της Εγνατίας (ουσιαστικά σε ένα χώρο μη πέρασμα που συχνάζουν μόνο συμπαθείς μετανάστες). Δεν αποφασίσαμε τι θα κάνουμε αλλά προβληματιστήκαμε άλλη μια φορά με το τι γίνεται σʼ αυτό τον Δήμο... Για ποιο λόγο βάζει τρικλοποδιές αντί να ενθαρρύνει και να υποστηρίζει ουσιαστικά τέτοιες ενέργειες....

Ήσυχα, ύπουλα, αθόρυβα, σαν δάγκωμα μικρού τρωκτικού, στα χρόνια μας η πόλη αποκοιμιέται, υπνωτισμένη. Οι κάτοικοί της μοιάζουν να έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, όπως ανακατεύτηκαν. Από την επιμειξία αυτή, της αστικής και τη λαϊκής τάξης, προέκυψε ο λαϊκισμός της γραβάτας και του κούφιου λόγου. Οι σημερινοί Θεσσαλονικείς βιώνουν καταστάσεις μακράν από τα ανόητα αφιερώματα περιοδικών, την πόζα, τα κουνήματα, τις μωρολογίες περί ερωτικής πόλης και το υβριστικό «συμπρωτεύουσα», εμπεδώνοντας πλέον τις συνέπειες. Κάποιοι ήδη ανατριχιάζουν μπροστά στο άλγος που προκαλεί η εικόνα της σημερινής «φραπεδούπολης» και πάλαι ποτέ πόλης που έγραφε ιστορία αλαμπρατσέτα με την πρωτεύουσα του Βυζαντίου.

Η πόλη είναι κάτι άψυχο, οι άνθρωποι είναι αυτοί που της δίνουν ζωή, συμμετέχουν στη διαμόρφωση, στον αποκλεισμό και την απογείωσή της. Ο εναγκαλισμός τους με την πόλη σήμερα (αρπάχτηκαν πάνω της) είναι τόσο σφιχτός που αυτή πνίγεται. Μια πόλη, που έχει να επιδείξει 2.000 χρόνια συνεχόμενου αστικού βίου, ασθμαίνει τρέχοντας πλέον πίσω από το πάλαι ποτέ χωρίον «η Αθήνα». Μια πόλη περήφανη για το παρελθόν της, σήμερα προβληματίζει με το παρόν της και τρομάζει για το άμεσο μέλλον της. Αυτό που διατηρήθηκε αιώνες, έμελλε η γενιά μας να δει να καταποντίζεται. Χωρίς να το καταλάβουμε η Θεσσαλονίκη, που ανέκαθεν είχε μια αυθεντικά λαϊκή κουλτούρα και μια αστική φιλελεύθερη πρωτοπόρα τάξη που σεβόταν αλλήλους, έφτασε στο σημείο -όχι αδίκως- να θεωρείται ως μια βαθύτατα συντηρητική κοινωνία που, αγκιστρωμένη, περιστρέφεται γύρω από μια τρύπα, αυτή του μετρό που άνοιξε πριν 15 χρόνια! Και το τραίνο φεύγει…(Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα)

Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

Συνταγή για ξέφωτα


Συνήθως όταν στέκεσαι στους πρόποδες ενός βουνού και σηκώνεις το κεφάλι σου για να το θαυμάσεις, σου βγαίνουν ασυνείδητα, το δέος που προκαλεί ο όγκος, το ύψος, οι δασωμένες και χιονισμένες πλαγιές, αλλά μαζί και η επιθυμία να ήσουν ανεβασμένος στην κορυφή του για να δεις από μια άλλη πλευρά τι επιπλέον υπάρχει, τι άλλο απλώνεται γύρω σου. Με αυτό το σκοπό, με αφετηρία το Μικρό Πάπιγκο προς τις Δρακόλιμνες, την Κυριακή πριν την πρωτομαγιά ξεκίνησε η μικρή μας ομάδα την ανάβαση. Οι αναρτημένες πινακίδες προειδοποιητικά έδιναν τετράωρη πορεία. Απροειδοποίητα, αλλά όχι και αναπόφευκτα, σε ένα δύσβατο και απότομο μονοπάτι, μετά 1.30 ώρα πορεία, αποσύρθηκα από στόχους, σκοπούς και ανηφόρες. Με προδώσαν οι δυνάμεις μου και αποχαιρέτισα τα άγρια νιάτα που είχαν βάλει για στόχο την κορυφή. (Φαίνεται ότι διατηρούνται κάποια ένστικτα που σε προκαλούν, ως λαπά της πόλης, να καταγράψεις αποδείξεις ότι δεν αποκόπηκες από τη φύση.)

Όπως λένε, όμως, τίποτε δεν πάει χαμένο και ποτέ δεν ξέρεις τι είναι καλύτερο να ευχηθείς να σου συμβεί. Μετά το ξελαχάνιασμα, την ηδονική στιγμή της ανάπαυλας, ανακάλυψα ότι εκεί που βάδιζα με σκυμμένο το κεφάλι, η φύση είχε στήσει με εντυπωσιακό τρόπο ένα βροντερό πανηγύρι. Τόσην ώρα «αγρόν ηγόραζα». (Βιαστικοί κάθε μέρα με το κεφάλι σκυμμένο τρέχουμε να προλάβουμε… την ώρα που κλείνουν τα σούπερ μάρκετ, να φτάσουμε έγκαιρα στη δουλειά, να επισκεφθούμε όσα μαγαζιά έχουμε σημαδέψει, να διατηρηθούμε μέσα σʼ αυτή τη συναλλαγή γιατί έχουμε ένα σκοπό, ένα στόχο. Και όπως τα μουλάρια που φορούν παρωπίδες βαδίζουμε αγκομαχώντας, κοιτώντας μόνο το μονοπάτι που μας υπέδειξαν.)

Γύρω μου υπήρχαν κίτρινα, κόκκινα, λιλά χρώματα που δεν μπορούσα να κατατάξω κάπου. Μου κόπηκε η ανάσα σαν τον τυφλό που είδε την πρώτη ακτίνα φωτός. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιτούσα λαίμαργα την ομορφιά και πότε σήκωσα το κεφάλι να κοιτάξω γύρω μου. Ήμουν κάτω από έναν ουρανό που έσκιζαν οι γύρω κορυφές, έναν ουρανό που είχε βαλθεί να ξελογιάσει τους ανθρώπους. (Έρχονται μέρες που νιώθω ότι συγκαταλέγομαι στις χειρότερες περιπτώσεις, δηλώνοντας την αμήχανη σιωπή μου σε ερωτήσεις του τύπου: τι καιρό έκανε το πρωί; Με συναισθήματα που μεγάλο μέρος εξαρτώνται από την πορεία της χ δουλειάς, βιώνω όπως όλοι μας ένα νέο είδος αριστοκρατικής δουλείας με αμοιβή μια τεχνητή ευμάρεια κατανάλωσης)

Δεν χρειάζεται κάποιος να περιμένει συγκυρίες ορειβατικές για να εκμαιεύσει την ομορφιά. Μπορεί να το επιχειρήσει εύκολα, γρήγορα. Πετάς τις παρωπίδες και προχωράς μέχρι να συναντήσεις το ξέφωτο που θα σε αιχμαλωτίσει. Όταν το συναντήσεις, μακριά από παρείσακτους και κακομούτσουνους που κρίνουν κάθε σου κίνηση, με μια τελετή βγάζεις από πάνω σου ό, τι φοράς, τα πάντα! Κοινώς τσιτσιδώνεσαι! Απλώνεις τα ρούχα ευλαβικά πάνω στην άγρα χλόη, στα αγριολούλουδα, έστω και με στραπατσαρισμένη τη συνείδηση ότι κάποια τα σκεπάζεις. Ξαπλώνεις να σε χαϊδέψει ο ήλιος, να γεμίζει η ψυχή σου. Ολόκληρες πλαγιές στρωμένες με θυμάρι, ρίγανη και άλλες ζαλιστικές μυρωδιές. Ένα διεγερτικό αγκάλιασμα που κάνει το στήθος να ριγεί και το μυαλό να αδειάζει για να γεμίσει ομορφιά. Αρχίζεις με τον πιο φυσικό τρόπο γυμνός, χωρίς να έχεις τίποτε, να χαμογελάς ανάμεσα σε μια κατάσταση ευφορίας και μια πραγματικότητα που συναγωνίζεται με τα όνειρα. Η ευδαιμονία σου επεκτείνεται τόσο, όση σχεδόν είναι η απόσταση που ταξιδεύει το μάτι. (Οι πιο πολλοί ξινίζουν τα μούτρα τους με κάτι τέτοια και με ειρωνεία θέτουν ερωτήματα του τύπου: «και πόση ώρα μπορεί κάποιος να χαζεύει στα σύννεφα;» Η απάντηση είναι: φθάνει η ώρα που κολλάς σε μια βιτρίνα όταν λιμπίζεσαι να αποκτήσεις κάτι..)

Είμαστε πτωχοαλαζόνες που στα χέρια μας κρατάμε μια ζωή, τη ζωή μας. Δεν είναι κακό που τη φτιάξαμε από όνειρα και ας μη μας βγήκαν τα πιο πολλά. Το άσχημο είναι πως είναι η μόνη ζωή που θα ζήσουμε. Τρέχοντας πίσω από σκοπούς, στόχους, καθημερινότητα, δεν προσέχουμε γύρω μας. Ούτε το χαμόγελο από την απέναντι όχθη. (Απόδειξη ότι ακόμη και όταν βρεθούμε εκεί που η ζωή ξεφωνίζει, αν δεν σταματήσουμε την τρεχάλα και την πόζα, πιθανόν να μη το αντιληφθούμε ό,τι στήνεται γύρω μας μια παράσταση μοναχά για πάρτη μας.)

Δεν ξέρω πόσα είδαν στην υπόλοιπη τρίωρη πορεία τους οι συνοδοιπόροι μου και πόσα εισέπραξαν με το κεφάλι κάτω και τη γλώσσα έξω. Είδα όμως μετά τα πρόσωπά τους. Μεγάλα, γνήσια και πολύ όμορφα χαμόγελα που ονομάζονται «τα κατάφερα». Βουαλά οι δύο όψεις. Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας. (Έχουν τρελαθεί τα γιασεμιά και οι λεμονιές, γέμισαν με υπέροχους ανθούς. Τα μπουμπούκια σκάνε αναστεναγμούς για να έχουμε να αναπνέουμε. Υπάρχει μια απληστία για ζωή.)