Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Piu nessuno mi portera nel sud

Τη θάλασσα την παρατηρούσα με τις ώρες απ' το μικρό παραθυράκι της τουαλέτας, στο σπίτι μας, που ατενίζει τον Ακάνθιο κόλπο. Ένοιωθα απόλαυση κοιτάζοντάς την από ψηλά. Πότε γαλάζια πότε μπλε, πότε πιο σκούρα, πότε γκρίζα, ασκούσε μια γοητεία. Τα βράδια με το καλοκαιρινό φεγγάρι να ανατέλλει από τα σπλάχνα της, η συγκίνηση μου ήταν σε κορυφαίες στιγμές. Αλλά και χωρίς φεγγάρι με τις φωτεινές αλυσίδες που σχημάτιζαν τα γρι-γρί των ψαράδων της Ιερισσού ήταν απ' τις αγαπημένες μου απολαυστικές παρατηρήσεις. Κοντά της όμως ήταν διαφορετικά: τα κύματα τα έτρεμα, στο κολύμπι πήγαινα μέχρι εκεί που πατούσα και γενικώς το απολαυστικό δέος, από την από απόσταση παρατήρηση, μετατρεπόταν σε φόβο, που τον εξομάλυνε κάπως η μυρωδιά της και η υπέροχη αίσθηση του νερού και της αρμύρας.

Αργότερα τη συνέδεσα με τους έρωτές μου. Ήταν απ' τα μέρη που γούσταρα να πηγαίνω για σεξ. Έψαχνα με το παλιό μου Autobianchi, το οποίο -ειρήσθω εν παρόδω- είχα μετατρέψει σε 4Χ4, αφού δεν κώλωνε πουθενά. Κατέβαινα νυχτιάτικα ότι κατσάβραχο είχε η περιοχή για να πάμε σε απόκρυφα κολπάκια και απάγκιες παραλίτσες που δε θα μας έβλεπε άνθρωπος, για να βγάλουμε τα μάτια μας. Τόνωνε τη σεξουαλικότητα μου η αίσθηση αυτή. Ιώδιο, αρώματα απ' το τριγύρω πράσινο και συνάμα οι μυρωδιές απ' τα καμμένα λάστιχα, τη βενζίνη και την υπερθερμασμένη μηχανή του αυτοκινήτου. Μαζί με τις μυρωδιές απ' τη γυναικεία επιδερμίδα, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Κι άντε μετά εξουθενωμένος και με ψύχραιμο πια μυαλό, να ξανανεβείς το κατσάβραχο οδηγώντας με μαεστρία, γιατί το ατύχημα εκεί σήμαινε να γίνεις ρόμπα. Όλοι γνωστοί είμαστε στην επαρχία και ως γνωστόν «οι άνθρωποι δε συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε» (Δημήτρης)
.................................................................................................................................................................
…και άλλα πολλά συμπαθητικά μου έγραψε ο φίλος με τη διάθεση να συνομιλήσουμε με e-mail. Ήθελα να συνεχίσω το κείμενο του, να αντιπαραθέσω δικές μου μνήμες, να γράψω για την Αμοργό, τη Μήλο για ταξίδια με πλοία, για μέρες στις τροπικές θάλασσες του Κο-Τα και νύχτες στη παραλία του Κο-παγκάν, για βόλτες πλάι στα κύματα της Λισσαβόνας, τις ώρες που καθηλώθηκα στα παγκάκια στη παραλία της Θεσσαλονίκης αγναντεύοντας όσα ονειρευόμουνα, για γλάρους και μάτια υγρά σαν θάλασσα αλλά…Για να πεις για τη θάλασσα χρειάζεται κέφι και εγώ δεν έχω. Το μυαλό μου είναι θολωμένο από τη ζέστη και από μια καλπάζουζα καταθλιψάρα. Έμεινα με αργές σκέψεις να χαζεύω τα χρώματα στα παγάκια ενός γεμάτου ποτηριού γλυκιάς «ρετρό» Κουμανταρίας. Στα ξαφνικά άρχισα να στέλνω sms ρωτώντας αυτούς που με ανέχονται και μου ανοίγουν τη πόρτα τους μετά τα μεσάνυχτα τι σημαίνει για αυτούς η θάλασσα…
.......................................................................................................................................................................
Είναι ήχος συρτός πάνω στην άμμο, είναι μυρωδιά γαλήνης μέσα στη νύχτα. Είναι φεγγάρι πάνω από το καΐκι με τους Αιγύπτιους που τραγουδάνε. Ζευγάρι που κάνει έρωτα στα νωπά βότσαλα. Παιδί που γλείφει τα μωβιασμένα αρμυρά χείλη του, αφοσιωμένο στη μαγεία. Το μπλε της απεραντοσύνης (Κατερίνα)
.......................................................................................................................................................................
Τι να πω για τη θάλασσα…Δεν ξέρω…κάτι για το βλέμμα μας που βυθίζεται και κάτι για όλους τους μαλάκες που χαλάνε αυτή τη γαλήνη (Αλέκα)
.......................................................................................................................................................................

Μια αγάπη που είχα πριν χρόνια με οκτώ βαθμούς μυωπία, επέμενε να ανιχνεύει μαζί μου το βυθό χωρίς μάσκα., Όταν τη παρότρυνα να της δώσω τη δική μου, αρνήθηκε… « Έχω φτιάξει το δικό μου υδάτινο κόσμο, δεν θέλω να αλλοιώσω αυτή την εικόνα» (Θόδωρος)
........................................................................................................................................................................
Η Θάλασσα είναι το δοχείο της προαιώνιας και αμείλικτης ανθρώπινης μοναξιάς. Αυτή που εκπορεύεται από τη γαλαζωπή ψυχή μας την ώρα που μας συνέλαβε η μήτρα της μάνας. Διαλύεται για μια και μοναδική στιγμή, όταν αντικρύσουμε τη θάλασσα πρωί, ανάμεσα σε δύο βουνά, καθώς οδηγούμε προς, ή δυστυχώς από, το μοναδικό καταφύγιο της ελπίδας (Τίνα)
.......................................................................................................................................................................
Δεν έχω άλλες λέξεις να προσθέσω… μόνο εικόνες. Όπως αυτές του Σαββατοκύριακου στο καλοκαιρινό χαιρετισμό του CITY. Εμείς που πήξαμε με τη κακόγουστη επανάληψη των μπιτς παρτι στη Χαλκιδική απολαύσαμε κάτι ζωντανό που είχε χρώμα και ανάπνεε . Είδα μια θάλασσα ερωτική, θελκτική και επικίνδυνη, στα λικνίσματα των κοριτσιών. Ένιωσα τα κύματα (αν και ανίκανος να ακολουθήσω) στο ρυθμό που χτυπούσαν τα τύμπανα, στις φιγούρες των Βραζιλιάνων χορευτών.

Μόνο στο νου στροβιλιζόταν δαιμονισμένα το
Piu nessuno mi portera nel sud
(κανείς δεν θα με πάει στον Νότο)* .

Καλά να περνάτε


......................................................................................................................................................................
* Από το εξαιρετικό «αστυνομικό» ανάγνωσμα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν «Οι θάλασσες του Νότου» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο…

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

Με ερεθίζεις σεξουαλικά ...χάσου από τα μάτια μου

Την είδηση την άκουσα στο ραδιόφωνο. Ένας γερμανός οδηγός λεωφορείου, στην κλασική διαδρομή που έκανε σταμάτησε ξαφνικά, γύρισε και απευθυνόμενος σε μια νεαρή επιβάτισσα απαίτησε να κατεβεί από το λεωφορείο ή να αλλάξει θέση, γιατί κάθε φορά που μουλωχτά κοιτούσε στον καθρέπτη, το βλέμμα του βυθιζόταν στο πλούσιο μπούστο της, με αποτέλεσμα όπως είπε, για να χαζεύει το θέαμα της σέξι πιτσιρίκας, να μη μπορεί να οδηγήσει...

Την εξομολόγηση που ακολουθεί την παραθέτω ανώνυμα. «Πνίγομαι από σκέψεις που βαραίνουν τη διάθεση μου. Είναι μια περίοδος που δυσκολεύομαι αφάνταστα να χαλαρώσω. Μέσα μου τα κουτιά παραπόνων έχουν φουλάρει, δεν αντέχουν πλέον ούτε καν το βάρος ενός φτερού. Πετάω στο πάτωμα μαζί με το όποιο χιούμορ, τα βιβλία που υποψιάζομαι ότι φλυαρούν, απομονώνομαι ακόμη και από όσους με συγκινητικό ενδιαφέρον ρωτούν πώς, τι, γιατί».Αυτό που σου προκαλεί «φαγούρα» μπορεί να είναι μια αποτυχία, μια ατυχία, μια προδοσία, κάτι που το βιώνεις άσχημα, αλλά και μια ιδιαίτερα έντονη επιθυμία (πόθος) για κάτι. Λογικά αποφεύγεις να αγγίζεις ό, τι «σε αποσυντονίζει». Όταν υποστείς μια βλάβη, δεν θέλεις να έχεις καμιά επαφή με το παρασυρμένο κομμάτι του εγκεφάλου που υποφέρει, όπως δεν ανέχεσαι ούτε το πιο λεπτεπίλεπτο και ακριβό ύφασμα σε ένα δέρμα που γέμισε εξανθήματα και σε φαγουρίζει... Απασχολείς το νου με άλλα. Αν δεν σε εξιτάρει η συλλογή γραμματοσήμων, υπάρχει η μουσική, τα dvd, τα ευλογημένα βιβλία, η παρατήρηση πουλιών και αν είσαι οδηγός εν ώρα υπηρεσίας, μπορείς να δοκιμάσεις να μετρήσεις πόσους σκύλους συνάντησες στη διαδρομή, σκέψεις εποικοδομητικές όπως εκδρομή με τη θεία Αριστέα για να αποκτήσεις προβάδισμα από τους λοιπούς κληρονόμους και γενικά ό, τι μπορεί να σε απομονώσει. Δεν αποτελεί λύση να εξαφανίσεις αυτόν που θεωρείς αιτία του κακού σου. Αύριο θα ξανάρθει με άλλο πρόσωπο. Ο ποιητής το είπε «Όπου κι αν πας η πόλη θα σε ακολουθεί». Το πρόβλημα είναι εντός σου.

Όσοι είναι «αλλού», αναγνωρίζονται, κυρίως από την καλή διάθεση να φανούν ευγενικοί, επιδιώκοντας να αποφύγουν την περαιτέρω ενασχόληση μαζί τους. Κάποιοι στα όρια της κατάθλιψης τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί να χρειαστεί να δώσουν εξηγήσεις, να ξεσκεπάσουν τη κατσαρόλα που βράζει. Εξαιρουμένων των κατά φαντασίαν βαθυστόχαστων και των «κατά πριγκίπισσα με το ρεβίθι» χτυπημένων, μέσα στο πλήθος, αν προσέξεις, θα τους παρατηρήσεις να εκτελούν επιμελώς τα καθήκοντα τους, να αγχώνονται, αλλά ως εκεί. Τι κουβαλάνε, τι ποθούνε, τι υπάρχει κλεισμένο στη καρδούλα τους, οι ίδιοι τα ξέρουν. Για να ξεχαστούν, μπορεί να μπαινοβγαίνουν στην κόλαση μα αρνούνται να καταδικάσουν τη ρημάδα την κοινωνία ή την πόρνη την τύχη τους.

Ο Γερμανός μπρος στα ορμέμφυτά του προέταξε αλόγιστα το κατά ανάθεση θλιβερό του καθήκον. Τι υψηλή συναίσθηση του ρόλου και πόσο χαμηλή αντίληψη της αξίας του ανθρώπου! Με πόζα και εντελώς υποκριτικά το πρόβλημα μεταφέρεται στον άλλο, τι φοράει, πώς είναι η σωματική του διάπλαση. Και αν είναι συνάδελφος, αν είναι η ένοικος του διπλανού σπιτιού, το πρόσωπο που μας αναστατώνει, τι πρέπει να συμβεί… Κοντός ψαλμός αλληλούια! Τον κοινωνικά αξιοπρεπή βιαστή Παπαχρόνη τον προκαλούσαν οι γυναίκες με το ντύσιμο και τα τακουνάκια τους. Θρίαμβο φαυλότητας της υποκριτικής κοινωνίας μας, αποτέλεσαν οι χιλιάδες επιστολές κατανόησης που παρέλαβε κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του.

Θεωρώ ύβρη που κάνει τη λογική να σφαδάζει, αυτόν που παραπονιέται ότι: επειδή του την σήκωνε κάποια εντός του περιβάλλοντος εργασίας (είχε βυζάρες η κυρία), δεν μπορεί να αποδώσει, γι αυτό απαιτεί να φύγει. Αν μοιάζει υπερβολικό το περιστατικό και άλλης, «κρύας» νοοτροπίας (εδώ θα είχαν πεταχτεί τα μάτια του Έλληνα έξω), αναλογικά για τη ντόπια ηθική «φταίει» η χ καλλίπυγος νεαρά που «επειδή κουνήθηκε» παρασύρθηκε ο ερίτιμος ανήρ. Πολλοί συμμερίζονται παρόμοιες κουλαμάρες.

Αν θέλετε να μάθετε τι έγινε στη συνέχεια, οι υπεύθυνοι των λεωφορειακών γραμμών, στρεψόδικα, αντί να απολύσουν τον ξινό, με ένα πρόχειρο μακιγιάζ δικαιολόγησαν απόλυτα τη στάση του… «Απαγορεύεται κατά οιονδήποτε τρόπο να αποσπάται η προσοχή του οδηγού από το καθήκον». Αναρωτιέμαι πόσο θεμιτό και τι προσφορά στην ανθρωπότητα θα ήταν η ανάθεση στη ρώσικη μαφία να καθαρίσει κάτι τέτοιους ηλίθιους...

Αλλιώς τι;
Να επικρατήσουν οι στυφοί και οι χαλβαδόμυαλοι;
Θέλει μια φιλοσοφική διερεύνηση το ζήτημα…
Ένας βλάκας, είναι ένας βλάκας,
αυτοί που τον δικαιολογούν όμως είναι και επικίνδυνοι

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

Σαν τη Χαλκιδική πουθενά!

Ο ιδανικός προορισμός: η Χαλκιδική είναι ένας επίγειος παράδεισος, με μικρούς κολπίσκους, εκπληκτικές παραλίες, βράχια με απόλυτα λείες επιφάνειες, πεύκα που μπαίνουν μέσα στη θάλασσα και συνθέτουν ένα πανέμορφο σκηνικό. Αυτά λένε τα «αφιερώματα» και οι «οδηγοί επιβίωσης»... Απόλυτα κατανοητό ότι οι ξένοι (=μη Θεσσαλονικείς) δικαιούνται να ταΐζονται κουτόχορτο αλλά οι δικοί μας...

Σαν τη Χαλκιδική πουθενά: Τα σαββατοκύριακα το παθολογικό σύνδρομο των Θεσσαλονικέων είναι η Χαλκιδική. Μέγα μυστήριο της ζωής πώς ένα σωρό συντοπίτες μας, σε οποιοδήποτε παράδεισο μέσα στην επικράτεια και αν βρεθούνε στο τέλος θα πούνε την περίφημη πλέον ρήση που εκθέτει τη νοημοσύνη μας: σαν τη Χαλκιδική πουθενά...

Χρυσές αμμουδιές, σπάνια ομορφιά: Στις εξαιρετικά πολυσύχναστες παραλίες πας για να πάρεις μάτι την ομορφιά από κωλαράκια που έντεχνα μέσα σου εύχεσαι να ανήκουν στην ιδιοκτησία κάποιας που ιδανικά είναι sex-symbol, μουγκή, κουφή και ορφανή. Αλλιώς θα πρέπει να υποστείς τη σαχλαμάρα της, πως χθες στη διπλανή ξαπλώστρα ήταν η «παιρνωπίπες» εκφωνήτρια και πως στον Γρηγόρη τον γλυκούλη την έπεσε η ξανθηνινί παρουσιάστρια. Αντίστοιχης ιδιοσυγκρασίας συναισθήματα προκαλούν και οι λεμέδες με το βλέμμα «είμαι γλυκοτσούτσουνος» που φουσκώνουν επιδεικνύοντας τους κοιλιακούς που έχτισαν στα γυμναστήρια.

Δεκάδες ανεξερεύνητες μεριές: Αν για σένα το πιο εκνευριστικό πράγμα είναι οι παραλίες που βουλιάζουν από κόσμο, αν προτιμάς αντί για οφθαλμόλουτρο στους εγώ-παγώνι, μια πιο ειδυλλιακή γωνιά, γιατί ΑΓΑΠΑΣ τη θάλασσα, κάπου έχεις σταμπαρισμένη μια καβάντζα. Αλλά από κάπου θα σκάσει μύτη για μπάνιο οικογένεια που θα τσιροκοπάει η μάνα και ο Γιωργάκης θα κάνει τα νεύρα σου τσατάλια, ενώ αν περισσεύει θράσος θα σε πλησιάσουν για παρατήρηση γιατί κουβαλάς το σκύλο στη θάλασσα, γιατί είσαι γυμνός, γιατί…

Κορυφαία φιλοξενία: Αν δεν ανήκεις στους κατέχοντες τα εξοχικά αλλά στους έχοντες (θεωρητικά) περιθώρια να επιλέξεις τη διαμονή σου τότε θα νοικιάσεις ένα δωμά, που ο ιδιοκτήτης νομίζει ότι πρέπει να του πληρώσεις το στάβλο σαν «να χωρά 7 νομά». Αν καταλήξεις σε μια ξενοδοχειακή μονάδα έχεις σοβαρές πιθανότητες να σε αντιμετωπίσουν με ύφος «εγώ ρε τιποτένιε κωλοέλληνα, δεν θα έπρεπε να ήμουν εδώ να σε σερβίρω» Και αν όλα αυτά δεν σου τύχουν ή δεν τους δίνεις σημασία για να μη σου χαλά η διάθεση, εκεί που ιδανικά ξεφεύγεις κολυμπώντας, όλο και κάποιος μαλάκας με φουσκωτό ή ταχύπλοο θα τριγυρίζει.

Μικρά γραφικά ταβερνάκια: Αν εξαιρέσουμε αυτά που κρατάμε εφτασφράγιστο μυστικό από την πλέμπα, η πλειοψηφία έχει ποιότητα ΑΑΑΑΑΑ (ξεφωνητό που θα έβγαζε ο μέσος πολίτης αν ήξερε τι τρώει). Μόνη ελπίδα το σούρουπο να στρώσεις με μερικά ποτά που θα ξεφτιλίσουν την κρίση και θα επιπεδοποιήσουν τη μνήμη. Κωλύομαι για περισσότερα.

Χιλιάδες Θεσσαλονικείς ξέρουν: τι σημαίνει επιστροφή. Αν αμφισβητείς το νούμερο μπορείς να τους μετρήσεις περπατώντας. Τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα που παραμένουν εγκλωβισμένα στο οδικό δίκτυο της Χαλκιδικής έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν, με 15 πόντους το λεπτό... Αλλά δεν είναι ευγενικό να χαμογελάς σαρδόνια επειδή εσύ έχεις μηχανή και προσπερνάς τόσα απελπισμένα πρόσωπα. Η ερώτηση που παραμένει αναπάντητη είναι: αφού όλοι έχουν γνώση τι σημαίνει επιστροφή, προς τι τόση απόγνωση;

Και γιατί πάμε Χαλκιδική: Οι φίλοι μου λένε γιατί είναι η γειτονιά μας, η επιλογή της καρδιάς μας, η αυλή των χρωμάτων που πάντα γυρνάμε, ένα μίγμα από αναμνήσεις και συγκινήσεις. Στιγμές, βλέμματα, τσακωμούς, ενδοσκοπίσεις, χαβαλέ, ξενοιασιά, που όσα χρόνια κι αν πέρασαν όσοι παρείσακτοι και να έχουν εισβάλει, έχει γεμίσει τις μνήμες μας.

Η καλύτερη απάντηση: την έδωσε μια φίλη, «ορισμένα μέρη και ορισμένους ανθρώπους τα έχω εγγεγραμμένα μέσα μου στην αρχική τους αίσθηση και κατά τρόπο αναλλοίωτο κάθε φορά προσέρχομαι σΆ αυτά με τη χαρά της πρώτης συνάντησης. Βρίσκω σε αυτά κάτι αρχετυπικά δικό μου κι είμαι σχεδόν τυφλή στις όποιες αλλαγές».

Και η προσωπική μου άποψη: Η Χαλκιδική είναι η προσωρινή είσοδος σε περίοδο διακοπών και η εβδομαδιαία έξοδος από την καθημερινότητα και τις ενοχλητικές σκέψεις. Μέσα της κρύβονται όλα αυτά που μας έχουν λείψει: το γέλιο, η ένταση και όλο το ραβαΐσι που κορυφώνεται τα βράδια. Αλλά πάνω από όλα θα ήμουν άθλιος, αν αποσιωπούσα ότι έχει τις καλύτερες αναλογίες στη Ελλάδα. Στατιστικά για κάθε χίλιους που αράζουν σε μια παραλία αναλογούν 20 που κολυμπάνε στη θάλασσα!

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

...της Πάρνηθας

(των ομόλογων, της ομάδας και τα αποκαΐδια του εαυτούλη μας)

Κάψανε την Πάρνηθα και έγινε χαμός… Πρώτο θέμα σε ειδήσεις, σε εφημερίδες, στην τηλεόραση, στη μπλογκόσφαιρα, η αυθόρμητη κουβέντα σε παρέες. Περιβαλλοντολόγοι, οικολόγοι, χτυπούνε τον κώδωνα, αραδιάζουν τις καταστροφές, όλοι με έκδηλη αγανάκτηση αποκαλύπτουν την ανικανότητα των υπευθύνων, οργίζονται, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες.
Στην Αθήνα. (Γιατί, εδώ στη Θεσσαλονίκη, τα 500 χλμ απόστασης, φιλτράρουν ενδελεχώς τις καταστάσεις.)

«Μη μου τη λες για την Πάρνηθα…» με έκραξε χθες ένας γνωστός «…γιατί θυμάμαι και πόσο ζοριστήκαν οι Αθηναίοι, όταν καιγότανε το Σέιχ Σου. Μήπως όταν πέρυσι τυλίχτηκε στις φλόγες η Χαλκιδική δεν άκουσα από ένα χαιρέκακο ανθρωπάριο να λέει: Εμείς δεν έχουμε εξοχικά στη Κασσάνδρα». Ο σοφός λαός ακριβώς την ώρα που ξεχνά τον αρχαίο πολιτισμό, θυμάται τη βουκολική καταγωγή του και αναφωνεί: «μακριά από τον κώλο μας, κι όπου θέλει ας είναι». Αυτό που αποκαλύπτει μια φυσική καταστροφή, πέρα από το απογυμνωμένο τοπίο, είναι πως κάπου μπάζει ο πολιτισμός που ευαγγελιζόμαστε. (Η τρύπα μαντάρεται με τα νήματα της ψευδοηθικής.)

Το καταφανέστατο σκάνδαλο με τα ομόλογα αντιμετωπίζεται με τον αντίλογο του ηλιθίου, «…ξεχνάτε τι κάνατε εσείς τότε με το χρηματιστήριο»!!! Μια λογική που ουδείς ντρέπεται να χρησιμοποιήσει. Κινδυνεύει μια ομάδα από χρέη στο δημόσιο; Υπάρχει η απαίτηση να χαριστούν τα χρέη, γιατί έτσι έκαναν και σε άλλες ομάδες σε προηγούμενες εποχές! Χυδαιολογεί η αντιπολίτευση; Δικαιώνεται να χυδαιολογεί και η κυβέρνηση, εστιάζοντας στην πρωτοφανούς ανοησίας δικαιολογία, ότι… ο άλλος ξεκίνησε πρώτος! (Η κουλτούρα της χώρας σε νηπιακές επιδείξεις.)

Και όλα αυτά τα καταπίνουμε εντελώς φυσικά, όπως ακριβώς στα απάτητα βουνά φύεται η ρίγανη, το θυμάρι και στις πλαγιές ευδοκιμούν τα κωνοφόρα. Όλοι θέλουμε να αναπνεύσουμε την άγρια μέντα, να πλουτίσουμε ή να ξεφύγουμε από συνέπειες και νομίζουμε ότι αυτή τη στάση δικαιώνουν κάποιοι γνωστοί-άγνωστοι με τις πράξεις τους. Γιατί υπεύθυνοι μπορεί να είναι η αναλγησία της κυβέρνησης, οι προηγούμενοι, η ανικανότητα της πυροσβεστικής, ο πρόεδρος της ομάδας, ο γείτονας, η αντιπολίτευση, το δεδομένο είναι ότι φταίνε πάντα οι άλλοι! (Εκπαιδευόμαστε με τη κουλτούρα του «δεν φταίμε εμείς».)

Ξεσηκώνονται οι δήμοι στην περιοχή των οποίων προβλέπεται να εγκατασταθούν οι νέοι ΧΥΤΑ, απειλούν, κόπτονται για την προστασία του τόπου τους και… υποδεικνύουν τον διπλανό νoμό για να μεταφερθούν τα σκουπίδια. Η επικρατούσα πολιτική αντίληψη τι λέει; Να στείλουμε «δικούς μας» βουλευτές στο κοινοβούλιο να προωθήσουν τα συμφέροντα της «δικής μας» περιοχής. Ισχυρισμός που προβάλλεται ανερυθρίαστα από τα τοπικά μέσα. (Η κουλτούρα του εαυτούλη μας…)

Τι θα έκανες αν είχες τη δυνατότητα να αποκτήσεις ένα ταπεινό εξοχικό, μια μεζονέτα ή μια βίλα με πισίνα, κάπου σε ένα δάσος από έλατα για να πεταρίζει η αισθητική σου, μαζί με φιδαετούς, παπαδίτσες, καρδερίνες και σπίνους; Τι θα έκανες, αν αντίστοιχα σου προσέφεραν, ένα οικόπεδο παραθαλάσσιο, λίγο παράνομο κι αυτό, για να εγκατασταθείς, να συλλογίζεσαι τα βράδια και να αγναντεύεις τα γλαρόπουλα; (Χωρίς αγοραστές δεν υπάρχουν πωλητές.)

Κανείς δεν αμφιβάλει ότι οι έχοντες την οικονομική άνεση θα έπεφταν με τα μούτρα στο φιλέτο. Κάπου κοντά, θα εγκατασταθεί, ένας γείτονας να καταπολεμήσει την οικομοναξιά μας. Μη παραξενευτεί μετά κανείς αν κάποιος ξύπνιος δημόσιος λειτουργός της περιοχής, θα έχει αύριο καμιά πρωτοποριακή ιδέα πολυκαταστήματος εντός του δάσους με ντόπια προϊόντα! (Το να κάνεις «σόπινγκ» μέσα στο πευκόδασος είναι μαγεία.)

Οι «φυσιολάτρες», απαντούν με τον κομπασμό του όχι, «ποτέ δεν θα εκμεταλλευόμουνα το δάσος», αλλά δε γίνονται πιστευτοί, γιατί στην πραγματικότητα ξέρουν ότι ποτέ δεν θα έχουν τη δυνατότητα να το αγοράσουν. H λέξη «δάσος» μπορεί να αντικατασταθεί με «την εφορία», «την ευκαιρία να ξεχωρίσεις, να τα αρπάξεις» κοκ. (Οι πολίτες διαλέγουν αυτούς που θα τους κυβερνήσουν και το κράτος είναι τόσο ηθικό ή ανήθικό, τόσο βάρβαρο ή πολιτισμένο, μικρονοϊκό ή ευφυές, δίκαιο ή άδικο, όσο και οι μονάδες του.)

Το θέμα είναι διαβολικά απλό όσο και το ερώτημα:
«Αν ήσουν αόρατος θα λήστευες μια τράπεζα;»
(Οι απαντήσεις, που στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκονται στα αποκαΐδια της Πάρνηθας, χαρακτηρίζουν το τσουρουφλισμένο ποιόν της μάζας των σημερινών Ελλήνων.)