Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2003

Σκιές - Αντανακλάσεις (με τη πρώτη βροχή στη πόλη)

Χθες βράδυ στο όνειρό μου δεν έμεινα σπίτι.
Ταξίδεψα σε μέρη γνώριμα σε μνήμες ξεχασμένες
Απόλυτο θύμα εκστατικό της νύχτας,
είδα καθαρά κόσμους παράξενους. Στάθηκα ψηλά
στην ανηφόρα που πάει για μονή Βλατάδων.

Είδα πόσα μάτια κοίταξαν τη θάλασσα του φεγγαριού από εδώ ψηλά... Πόσες χιλιάδες χρόνια στέκονται άνθρωποι σ' αυτό το σημείο. Και ποιοι είναι οι μελλούμενοι καιροί...
Χαιρέτησα, λέει, χιλιάδες αυγές. Θύμησες νεκρές ξεσηκώθηκαν. Ακόμη και οι τάφοι φύτρωναν λουλούδια που ευώδιαζαν, στις σάπιες συνοικίες. Στο περιαστικό του Σέιχ Σου υπάρχουν ακόμη άγρια κρίνα.

Μέρες που κατανοείς, αναστατώνεσαι, αναδεικνύεσαι, σου αποκαλύπτονται. Μέρες που δεν υπάρχει ανακωχή. Άνθρωποι που ηδονίζονται μαγνητίζοντας ανθρώπους. Άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν, μα που κάτι αφήνουν και το κορμί αναριγά νωχελικά τη νύχτα... Κάποτε εξουσιάζει ο φόβος, φοβίες εξαπλώνονται, νύχτες μηδαμινής ικανοποίησης. Τρικυμία όμοια με τη γαλήνη.

Παιδιά, που ζούνε μέσα στα μπαρ, δίπλα στα φανάρια, στη κίνηση του δρόμου. Νομίζω ότι ξεχωρίζουν οι δικοί μας, όχι σαν οι άριστοι απαραίτητα, μα σαν οι άλλοι. Αυτοί που φτιάχτηκαν κλοτσώντας στις αλάνες της Αγίου Δημητρίου, στο Ντεπό στην Καλαμαριά.

Αυτοί που κινούνται στην άκρη και δίνουν λάμψη στο σκοτάδι. Όσοι μεγάλωσαν με όνειρα. Λάμπει το βλέμμα τους στα μάτια μου. Είναι τα πιο ωραία παιδιά. Χωρίς να τους ονοματίζω. Πάντα φτάνουν όπου πάμε - κι απάνω το φεγγάρι, που άλλους δροσίζει και άλλους παγώνει, μα είναι η ίδια η επαφή. Όχι στα μέρη που αγγίζουν οι πρόσκαιροι επισκέπτες, αυτοί της Δ.Ε.Θ., αλλά εκεί σε μέρη που αποκαλύπτουμε σ' όσους μπορούν να αισθανθούν.

Έχει κάτι αυτή η πόλη που μας πάει
πιο μπροστά από μας

Είναι η Θεσσαλονίκη που αγαπούμε, είναι η ερωτόπολη που ζει κάτω από τα νέφη τ' ουρανού. Και ευτυχώς υπάρχει πάντα ένα ανοιχτό παράθυρο και μια γιαγιά στα σκαλοπάτια να σου χαρίσει βασιλικό. Ειδυλλιακές αυτές οι νύχτες του φθινοπώρου εν Θεσσαλονίκη έτος 2003... Αναπνέουμε το χνώτο της πρώτης βροχής. Ρουμπινί αστέρια ραντίζουν τον Θερμαϊκό με ανάλγητη πορφύρα... Είναι η ηδονή που προσμένει τα μύρα στον αιθέρα. Τέτοιες νύχτες γυρεύω αναπνοή. Υπάρχουν υγρά μονοπάτια που ακόμη και σήμερα φωνάζουν. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να αντισταθεί στην ιερή της ορμή, τώρα που μια ακόμη έκθεση της έφτασε στο τέλος

Τι όνειρο ήταν πάλι κι αυτό... Είναι που κάποιες νύχτες με φεγγάρι τα μάτια γυρεύουν ονείρατα και θανάτους.
Ό,τι ακροβατεί πάνω μου σταματά.
Ποιο να 'ναι το μυστικό...
Ίσως ότι ακόμη και το έρεβος έχει ζωή...
Βγήκα στο μπαλκόνι.
Η γυναίκα απέναντι με βλέπει και σωπαίνει.
Πρέπει να πάω μια βόλτα στα τείχη, να πιω και να
μεθύσω, να μη με πουν τρελό.