Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2005

Έξω από το Γεντί Κουλέ...

Αν κοιτάξεις από την παραλία και με κατεύθυνση βορειοδυτικά στο ψηλότερο σημείο της Θεσσαλονίκης, δεσπόζει το μεσαιωνικό κάστρο του Επταπυργίου, οι περιβόητες πάλαι ποτέ φυλακές, το Γεντί Κουλέ.

Αν και η καθημερινή μου διαδρομή ξεκινάει από εκείνη την περιοχή, σχεδόν ποτέ δεν χρονοτριβώ να το «κοιτάξω», όπως κάθε οικεία εικόνα. Έπρεπε να κοκκινίσει το φανάρι που οδηγεί στον περιφερειακό για να σταματήσω πίσω από ένα φορτηγό και ν' αναγκαστώ, αφηρημένα στην αρχή, να κολλήσω σ' εκείνο το σημείο.

Σ' ένα μισογκρεμισμένο κομμάτι του κάστρου, σχεδόν τρία μέτρα ύψος, και καμιά δεκαριά μέτρα κοντά σε 'μένα, εκεί που θα περίμενες προσωρινά να έκανε στάση κάποιο σπουργίτι, το πρωινό φως σημάδευε μια γεροδεμένη και ελαφρά σκυφτή πλάτη. Ένας άντρας, καθισμένος πάνω στο τείχος, με τη ράχη στραμμένη στο δρόμο και το βλέμμα καρφωμένο στις πρώην φυλακές, σήκωνε το αριστερό χέρι για να καπνίσει ένα τσιγάρο.

Το σενάριο που «έβγαινε» ως αυτονόητο έλεγε ότι ήταν ένας πρώην κρατούμενος. Παντού υπήρχε η όσμωση της παλιάς φυλακής. Αντίδραση στη δράση των αναμνήσεων. Κραδασμοί μιας αδράνειας πίσω από ό,τι έγινε, μέσα σε ό,τι πέρασε αλλά δεν έσβησε και που μεταβιβάστηκε μέσα στην ήμερη στάση του, στον τρόπο που έσκυβε, στην παγερή ακινησία του κορμιού του.

Κόλλησα... Τον παρατηρώ, μέρος του κάδρου κι εγώ. Μπροστά στο μάτια μου μια χαλκέντερη μορφή πεισματικά κοιτάζει τις μέρες που έζησε. Νιώθω να γυρίζει πίσω στρέφοντας ταυτοχρόνως την πλάτη στον παρόντα χρόνο. Μια έντονη συμπάθεια ασυναίσθητα κατευθύνεται προς αυτόν τον άγνωστο. Προσπαθώ να τιθασέψω όσα λάθρα τρύπωσαν μες στην ψυχή μου.

Ίσως είναι ένας ακόμη παραστρατημένος, παρασυρμένος, μπορεί κι ένας στυγερός δολοφόνος. Δεν με συγκινούν όμως αυτές οι διολισθήσεις του νου. Για κάποιους λόγους που δεν δύναμαι να γνωρίζω και πολύ περισσότερο να κρίνω, πέρασε κάποιους μήνες, μπορεί και χρόνια σε κάποιο κελί. Αποκλεισμένος από τους έξω, όσο ήταν μέσα, είχε χρόνο ατέλειωτο να παρατηρεί και να διασταυρώνει τους συλλογισμούς του. Έχω την εντύπωση ότι αυτό κι όχι ο εγκλεισμός ήταν το δικό του δράμα. Τα κορμιά φυλακίζονται, τα συναισθήματα δεν μπορούν να τα περιορίσουν οι κλειστές πόρτες και τα σίδερα.

Σήμερα επέστρεψε και είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι εμείς, δηλαδή ψεύτης, βλάσφημος, λίγο δειλός, παρορμητικός, με μικρές αμαρτίες και μεγάλες παραβάσεις. Ικανός να δώσει και να πάρει τόση αγάπη όση αναλογεί στον καθένα μας.

Ο πρώην κρατούμενος επέστρεψε. Δεν άφησε σε κάποιο κελί τις μέρες και τις νύχτες που έζησε, γύρισε να δει, να αφουγκραστεί, να δοκιμάσει να βάλει κάτω τις αντοχές του, να παλέψει με την ψυχή και τους φόβους του. Για να θυμάται; Για να διαγράψει; Δεν ξέρω. Εμένα μου άρεσε που δεν ξέχασε. Ίσως και που έμαθε να στέκεται, να παρατηρεί και να σκέφτεται. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το κλέψει, να το περιορίσει. Κανένα τοίχος και καμία φυλακή δεν φυλακίζει τη σκέψη.

Ενδόμυχα, τρομάζω στη σκέψη με πόση ευκολία παρασύρομαι από μια σχεδόν «ρομαντική» δυνατή και έντονη εικόνα με αναμοχλεύσεις συναισθημάτων και αναμνήσεων. Η προσωπική αλήθεια του καθενός εκτείνεται πολύ πέρα από τα όριά μου για να μπορέσω να την απορρίψω ή να την ενστερνιστώ.

Στέκομαι σχεδόν είκοσι λεπτά και τον παρατηρώ. Βυθισμένος στις σκέψεις του. Είναι ένας σαν και 'μας, δεν θα τον ξεχώριζα αν τον έβλεπα στη διπλανή παρέα. Μόνο που μοιάζει έτοιμος να πετάξει. Σκέφτομαι ότι ίσως οι πιο ελεύθεροι άνθρωποι να γεννιούνται μέσα σε κάποια φυλακή. Ένας από αυτούς μπορεί να είναι ο άντρας του Γεντί Κουλέ. Ένας από αυτούς που έμαθαν και καταφέρνουν καθημερινά να δραπετεύουν από τα τείχη τους.