Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2006

Αθήνα-Θεσσαλονίκη

(15 λεπτά ασπρόμαυρων συναισθημάτων στη διαδρομή)

Να σταματάς το χρόνο και να «γεύεσαι τη στιγμή», αυτό πρέπει... σκεφτόμουν με αγαλλίαση αγνοώντας την κρύα μέρα. Μέσα από τη θαλπωρή του τραίνου κοιτάζοντας το όμορφο τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου, ξεδιπλωνόταν ένα χειροποίητο χαλί με εκατομμύρια κόμπους. Κάτι με πότιζε γλυκόπιοτο ποτό, σχεδόν διαλύοντας τα δύσκολα που δηλητηριάζουν την ψυχή... Μετά την πρώτη γουλιά έδειχνε να διευκολύνεται ο βηματισμός απομάκρυνσης. Με κάποιο μαγικό ξόρκι απολάμβανα μια λυτρωτική αίσθηση.

Και όμως, σχεδόν πριν από πέντε λεπτά στο μυαλό μου σφυροκοπούσε ένας ξέφρενος ρυθμός από μίζερες σκέψεις. Με είχανε «στριμώξει στη γωνία». Ένιωθα τα προβλήματα ενωμένα όλα μαζί σ' ένα βρόγχο-βδέλα να πνίγουν την ανάσα. Κάθε αναπνοή κι ένα ακόμη βάρος. Ένα παραλήρημα που έκοβε το οξυγόνο και μπουρδούκλωνε τις σκέψεις.

Τη μια στιγμή να θέλεις να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο και την άλλη να νεραϊδοσεργιανάς! ... Αυτό το πέρασμα, από τη μαυρίλα στην απόλαυση ενός ευδαιμονικού κρεσέντου ομορφιάς... να αγνοείς τις σκοτεινές απρόσκλητες σκέψεις (σημάδια ύπουλα) και να ξεκινάς να αποχρωματίζεις το μαύρο στα χρώματα ενός ουράνιου τόξου. Έρχονται φορές που αναρωτιέμαι τι είδους φρενοβλάβεια υποθάλπει αυτή η φυγή του μυαλού.

Αναπάντητα ερωτήματα, μα δεν ζητώ εξηγήσεις... Αδιαφορώ, δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να μπλέξω σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και παρόμοια τερτίπια. Μια τέτοια στιγμή που η διαδρομή ενός τραίνου με τα διαφεύγοντα τοπία κατάφερε να σταματήσει τις ανησυχίες και να μετατρέψει τη θλίψη σε μια μορφή χαράς, αν μη τι άλλο, είναι ιερή. Σχεδόν πρωτόγονα αφήνομαι να την απολαύσω. Την ανταμείβω μ' ένα χαμόγελο... αδιαφορώντας για τις εντυπώσεις που προκαλώ στους συνεπιβάτες.

Οι γλυκεύγευστες σκέψεις διακόπηκαν στη Λάρισα. Ένας ευγενικός μεσήλικας που επιβιβάστηκε ρώτησε αν μπορούσαν να καθίσουν δύο άτομα στο κουπέ που βρισκόμουν. Δύο του «καλού κόσμου» που θα ανοίξουν την εφημερίδα τους και θα μ' αφήσουν στην ησυχία μου, σκεφτόμουν με ανακούφιση. Ησύχασα περισσότερο όταν βεβαιώθηκα ότι ήταν ένα από τα κλασικά ζευγάρια που οι κουβέντες μεταξύ τους είναι αντιστρόφως ανάλογες με τα χρόνια που συμβιώνουνε - όσο περισσότερα, τόσο λιγότερες - βοήθησα κι εγώ σκύβοντας σ' ένα βιβλίο, προσπαθώντας να ξανασυνδεθώ με το υπερπέραν μου.

Στο αμέσως επόμενο πεντάλεπτο ο ελεγκτής (κι αυτός αδιάφορος για τις ονειροφυγές μου) άνοιξε διάπλατα την πόρτα ζητώντας τα εισιτήρια. «Είναι βέβαιο ότι η οικογένεια που κάθεται στο διπλανό κουπέ έχει εισιτήρια γι' αυτή τη θέση;» ήταν μια αναιδής ερώτηση -σεμνά διατυπωμένη- που βιάστηκε να ξεστομίσει ο «ευγενής» λαρισαίος συνεπιβάτης ... «Είναι γύφτοι....» συμπλήρωσε συνωμοτικά η συνοδός του.

«Δυστυχώς... (ειπώθηκε με πολύ θλίψη) δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, πληρώσανε», αναφώνησε εν είδει συγγνώμης ο κατανοών βιοπαλαιστής... Και αυτή σηκώνοντας το βλέμμα από ένα gossip περιοδικό - από αυτά που καλλιεργούν το πνεύμα- αναφώνησε, «θα είναι οικογένεια του βασιλιά των τσιγγάνων, πώς αλλιώς να ταξιδέψουν στην πρώτη θέση οι γύφτοι...» (....)

Μετά τη στιχομυθία που παρακολούθησα αποπροσανατολίστηκα και, παρόλο που προσπάθησα, δεν κατάφερα να συναντήσω το σημείο που ταξίδευα, παρά μόνο αφέθηκα σε μια καλοπροαίρετη σκέψη για όσους φεύγουν με τον νου... Παιδιά, ας ευχηθούμε κάποτε να κάνουμε ένα ταξίδι με μόνο συνεπιβάτη ένα αγαπημένο πρόσωπο... κι όσο περνά η ώρα το ταξίδι να αγγίζει το κάλλιστον, τα χείλη, οι σκέψεις, τα βλέμματα, να μπλέκονται, κορμιά σε ερωτικές αναζητήσεις, ξετυλίγοντας τα συναισθήματα που μας περιτυλίγουν και ουχί εξηγώντας ή ρωτώντας. Μια παρόρμηση που γεννήθηκε μια στιγμή που η ψυχή ανάσανε.

Υ.Γ. Όλοι (οι Έλληνες) είμαστε μη ρατσιστές έχοντας στο μυαλό μας ότι ρατσιστής είναι μόνο όποιος οδηγεί στην πυρά τους μαύρους. Άπαντες δε διασκεδάζουμε με τις ατάκες του τηλεοπτικού γύφτου-Λαζόπουλου που σατιρίζει «τους άλλους». Αναγκαία συνθήκη για να αντιληφθούμε ποιους αφορά η σάτιρα, είναι να μας απευθυνθεί με ονοματεπώνυμο. «Μα τι Νταλάρας είσαι...».