Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

Η Άνοιξη είναι καλή!


Οδηγώ αφηρημένος.
Ο ήλιος με δυσκολία περνά μέσα από τα φυλλώματα των δένδρων. Απρόσεκτος παρέα με τις μεσημεριανές πτήσεις του νου, «πάτησα» σε μια λακούβα και σχεδόν κόντεψα να γκρεμιστώ υποδειγματικά από τη μηχανή. Ανησύχησα λίγο μια και κουβαλούσα κάποια άδετα φύλλα χαρτί, απομεινάρια από παλιές εποχές που ανέβαινα στο «βουνό» όπως λέγαμε το Σειχ Σου (αυτά που σημείωνα τις αντανακλάσεις από τα «δυσβάσταχτα» που μου κατέβαιναν στο κεφάλι).

Στοχασμοί με μπαντηλίκια σε χωμάτινες διαδρομές. Ήταν όπως παλιά, ένας συνδυασμός βόλτας, παρέα με σκέψεις ατάκτως ερριμμένες. Σήμερα τίποτε δεν θυμάμαι από όσα ενδελεχώς σημείωνα τότε, άλλες εικόνες ζωντανεύουνε μπροστά μου. Αυτή η σκηνή που τα 600 κυβικά σηκώθηκαν πιο πολύ από όσο μπορούσα να συγκρατήσω σε μια αντιπυρική λωρίδα και βρέθηκα ξάπλα στα μαλακά στο χορτάρι... Κύλισα δυο γύρες και έμεινα ακίνητος να χαζεύω -τι όμορφη λέξη!- έναν ουρανό ζωγραφισμένο πάνω στην Άνοιξη. Το θυμάμαι σαν τώρα. Από πάνω μου έκαναν γνωριμία δύο ιπτάμενα. (Ευτυχώς που δεν με είδε κανείς να σκάω χαμόγελα στα ζωύφια.)

Για να πας εύκολα στο Δάσος πρέπει να στρίψεις για το Φιλίππειο. Άπαξ και μπεις θα βρεις διαδρομές εξαιρετικές για παιχνίδια με μηχανές, αν έχεις κέφι και συνοδηγό με κατανόηση! Όσο προχωράς προς τα μέσα μπορεί και να συναντήσεις κάτι μυστηριώδη ζευγαράκια να ραίνουν με τις φερομόνες τους τις πευκοβελόνες. Και αν και συ «ακούσεις» τα ορμέμφυτα σου, θα βρεις μια διακριτική γωνιά για να παίξεις το αγαπημένο παιχνίδι των ερωτευμένων (με επαναλήψεις μέχρι ζάλης). Ταξίδι στα άστρα μέρα μεσημέρι στις πλαγιές που φύονται τα πιο όμορφα κρινάκια. (αυτές που κοιτάζουν στη θάλασσα.)

Και όταν επιτέλους αντιληφθήκαμε ότι είχαμε παρκάρει τα κορμιά μας αντί σε ερημιά, σε πολυσύχναστο μονοπάτι, Άνοιξη ήταν πάλι, θαρρώ, κι ας περάσαν χιλιάδες χρόνια. Κολλήσαμε πιο πολύ μεταξύ μας και για να κρυφτούμε, γίναμε ένα με το σώμα της γης. Το σεξ την Άνοιξη έχει ένταση και όταν αναπάντεχα είναι και συναισθηματικό -πράγμα δυσεύρετο- έχει αποτέλεσμα να «χάνεσαι». (Μπορεί να φταίνε και οι ευωδίες που σουλατσάρουν στον αέρα ενός δάσους που υπάρχει κάτω από τη μύτη μας - οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς δεν το έχουν περπατήσει ποτέ.)

Όταν όμως δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ. (Είναι αυτός ο αέρας που το σούρουπο φυσάει προς τη θάλασσα εκκρίνοντας τις ορμόνες του Σέιχ Σου.) Η παραλία παραδίνεται σε ανικανοποίητους ίμερους. Περιφέρονται μοναχικοί, σε παρέες, ή ζευγάρια... Δευτέρα βράδυ, την ώρα μετάδοσης του «Παραπέντε»: Δυο 20χρονα κολλάνε πίσω από δυο κορίτσια που επιταχύνουν σαγηνευτικά το βήμα τους. Παιδιά μπουμπουκιασμένα έτοιμα να εκραγούν. Τους ακούω να υπόσχονται ισόβια πίστη. (απίθανοι!) Αυτές χαχανίζουν σαδιστικά, έχοντας επίγνωση των πόθων που αναδεύουν –... αλλά δεν θα σας κάτσουμε. Λίγα βήματα πιο πέρα ένα ηλικιωμένο ζευγαράκι βολτάρει και κρατιέται χέρι με χέρι. Αχ τι μεγαλειώδης εικόνα! (Θα σʼ αγαπώ, θα μʼ αγαπάς… Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι.)

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή γεννιούνται ελπίδες. Στο τέλος όμως πολύ λίγες από τις προσδοκίες μας θα πραγματοποιηθούν. Κάποιοι ξινίζουν με τη σκέψη πως όλα αυτά επαναλαμβάνονται. (Πρώτον: είναι ολίγον τι ψώνιο, όποιος έχει προσμονές.) Σκασίλα μου!!! Αυτές τις λίγες κάποιοι τις αναμένουμε μετά βαΐων και κλάδων. (Δεύτερον: ...αλλά ό,τι καταφέρνει κάποιος, το καταφέρνει ελπίζοντας.)

Ένα αδέσποτο μπερδεύεται στα πόδια μου. Σκύβω να το χαϊδέψω. Μαζεύεται επιφυλακτικά. Ψάχνω να βρω τον κώδικα της επικοινωνίας μας, του ψιθυρίζω γλυκόλογα. Συμφιλιώνεται... Απλώνω το χέρι μου και θωπευτικά σχεδόν χαϊδεύεται πάνω μου. Πολύ ανθρώπινο. (Αυτό δεν έχουμε ανάγκη όλοι;)