Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007
τα σαλιγκάρια βγαίνουν εκδρομή
Άγνοια ή αυθάδεια;
Τρία σαλιγκάρια μου κόβουν το δρόμο.
Σαδιστικά μπαίνω σε ένα πειρασμό να διαψεύσω το μέλλον τους! Έτσι που τα βλέπω κατάκοπα με ελκύει να γίνω θεός στα μάτια τους, να τα σηκώσω από τη μέση της διαδρομής και να τα ακουμπήσω σε ασφαλή άκρη. Αραγε κάνανε την προσευχή τους σήμερα; Δαγκώνω τη γλώσσα μου που το σκέφθηκα... Οι καλύτερες μέρες είναι πάντα αυτές που ένα αόρατο χέρι προσφέρει ό, τι δεν περιμένεις, έχοντας προηγηθεί αέρας να φυσά, βρόχη και ύστερα πάλι ήλιος. Τι άλλο να είναι αυτές οι μέρες, παρά ένα χάδι στα ακάλυπτα μέρη του κορμιού, ένα κάψιμο και μια γουλιά που ξεδιψά. Μια ανάσα από χείλη που κολλήσανε στο λαιμό, γιατί εχθρεύονται τις λέξεις.
Όταν οι λέξεις τρέχουν στο κεφάλι μου ανταγωνιστικά ποια θα βγει πρώτη, βάζοντας τρικλοποδιά η μια στην άλλη, μπερδεύονται και γίνονται μυστήριο τραίνο. Τι αγένεια... θα μπορούσαμε όλοι μαζί να συνταξιδέψουμε σε ένα τραίνο, να χαϊδευόμαστε, βράδυ ξάπλα σε κουκέτες ποτισμένες από τη μυρωδιά μας. Τι σημασία έχει πού θα φθάσουμε το πρωί, ονειρεύομαι... Έτσι είναι! Έχουμε τα μάτια ανοιχτά, μπορεί να μιλάμε άρρυθμα, άστοχα, αλλά ονειρευόμαστε μεθοδικά σταθερά και με ρυθμό. Μαζεύουμε αναμνήσεις στο κεφάλι, ενώ οι αισθήσεις γίνονται ένα προστατευόμενο πάρκο, καταφύγιο για άγρια χάδια. Κάνουμε βόλτες μήπως και κάτι μετακινηθεί -όπως παλιά βαρούσαμε ένα μηχάνημα να ξαναπαίξει- ελπίζοντας να ξαναφέρουμε κοντά αυτά που ζήσαμε, άσχετα μεν και μακρινά με το περιβάλλον, κοντινά δε των συναισθημάτων μας. Άλλοτε πάλι τραβάμε για σημαδεμένες γωνιές. Δεν γίνεται στη Θεσσαλονικη πρωί Κυριακής να μην πίνεις τον καφέ στα ψηλά και ας άλλαξε θέση το μαγαζάκι. Παραμένουν οι ίδιοι γείτονες.
Όποιος κατεβαίνοντας από τα κάστρα κοιτάξει στο βάθος, πριν τη στροφή του νοσοκομείου, θα πέσει αυτές τις μέρες πάνω σε μια ανοιχτή τρύπα στο τοιχάκι που περικλείει τα νεκροταφεία. Δεκάδες μνήματα από μάρμαρο ξεχωρίζουν από μακριά, στέκονται αναποφάσιστα, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν σαν τους σκάσεις το παραμύθι ότι στα μέρη τους κατευθύνονται κάτι σαλιγκάρια που πεθύμησαν λίγη γαλήνη. Κάποια μέρα πρέπει όπως κατεβαίνω φουριόζος, να περάσω μέσα, να μπερδευτώ μαζί με την στρατιά, να μη ξεχωρίζω, να περπατήσω ανάμεσά τους, να δείξω πως πέρασε και ο δικός μου παλιός φόβος. Πού έφθασε όμως και τι πήρε μαζί του, τι απέμεινε, μόνο μια βόλτα θα απαντήσει.
Λίγο πιο πάνω, στο μπαλκόνι μου, τα γιασεμιά φέτος κρατάνε μυρωδιά για το βράδυ που επιστρέφω και άνθη εδώ και δυο βδομάδες, Τα λεμόνια σε μέγεθος ελιάς, είναι πράσινα. Δεν κρύβω τη χαρά μου, όποιος έρχεται τον σέρνω να του δείξω τους μικρούς καρπούς. Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερα, αν τους έλεγα καλές κουβέντες, αν έδινα υποσχέσεις ποιες ήταν αυτές και πού αλλού έχουν εφαρμογή. Προσπαθώ να θυμηθώ, ποια περισευούμενη έγνοια τα αγκάλιασε από πέρσι που τέτοια εποχή τα κουβαλούσα. Και αυτά, άντε καλά είναι καλοζωισμένα, τα άλλα όμως ποια έγνοια τα τρέφει και ένα δέντρο ξεπηδάει μέσα από το αμίλητο τοιχάκι των κοιμητηρίων, ένα άλλο φυτρώνει λίγα μέτρα παραπάνω στα πλευρά του αρχαίου τείχους; Πόση διάθεση ζωής κρύβει ένας σπόρος που με αυθάδεια ξεπήδησε από τη λάσπη που ενώνει δυο πέτρες ένα μέτρο πάνω από το έδαφος; Περνώ από εκεί καθημερινά, κουβαλώντας χέρια, πόδια, κορμό, αλλά φευ, το κεφάλι το αφήνω συνήθως κάπου ξεχασμένο μέχρι να καταλάβει πόσο απέχει από το καπέλο του μάγου (αυτού που βγάζει κουνέλια και περιστέρια, από μέσα).
Αναζητώντας αφορμές για σενάρια φυγής και οπτικές απάτες, κατέληξα πως αν δεν σου βγαίνει η ταχυδακτυλουργία στην καθημερινότητα θα βραχείς! Γιʼ αυτό παράτα τα προσωρινά και δοκίμασε τα οπτικά σεργιάνια χρησιμοποιώντας την απόλυτα μαγική λέξη: «Εκ-δρο-μή», «εκ–δρο–μήη»! Όταν ρυθμικά την επαναλαμβάνεις ακόμη και τα σαλιγκαράκια υπακούν. Είναι η συμφερότερη οδηγία προς ναυτιλομένους που κάπου χάσανε τον προορισμό.
Νέα πορεία: Με μηχανές κάπου για Χαλκιδική, με ενδιάμεσους σταθμούς για μπουγατσούλα και καφεδάκι και μετά ανάβαση στα στροφιλίκια του Χολομώντα, για να καταλήξουμε σε παραλίες που ο βυθός μας ζεσταίνει. Μέχρι την τελευταία στιγμή βέβαια πάντα παίζει να τραβήξουμε και κατά Όλυμπο μεριά, στα ψηλά, για να μαζέψουμε όσο πιο πολύ ήλιο μπορούμε! Εκεί κάναμε από το χειμώνα ονειροσχέδια να μαζευτούμε όσοι ζούμε σκόρπια, για ένα καλοκαιρινό πάρτι αυστηρά για χαμογελαστούς ανθρώπους. Κλειδώνουμε υποσχέσεις και πάμε οδικώς στη Lisbon με συνεπιβάτες μεγάλα χαμόγελα που ξέρουν να χορεύουν και να τραγουδούν. Έτσι! Μια και ζούμε μόνο για μια φορά, να ξέρουμε τουλάχιστον ότι κάναμε όλα τα λάθη, πριν αποκαλυφθούν ποιά ήταν τα σκάρτα. (Πριν την εκδρομή πρέπει να θυμηθώ να φωτογραφίσω τη λεμονιά και να πάρω μια λάγνα γαρδένια)...