Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2004

Σιγά να μη χάσει η Βενετιά βελόνι...(Τις περισσότερες φορές ο βασιλιάς είναι γυμνός)

Αυτές τις μέρες αφουγκραζόμενοι το βαλς των Ξυλοπόδαρων του Μπέργκαμο...κυκλοφορούν Μασκαράδες με επίσημη ενδυμασία... Τους ονομάζουμε κουδουνάτους, γενίτσαρους, κουκούγερους, μούσκουρους, κουμουζέλε, μπούλες...

Αυτές τις νύχτες που η πόλη θέλει να γίνει Βενετία και η πλατεία στο άστυ ντύνεται... Piazza san Marco... Έναν μίνι παροξυσμό διακρίνω.

Είναι η ώρα που δαιμονικές φιγούρες ντύνονται τα πρόβατα, βασιλιάδες οι αλήτες, νταήδες οι λιπόψυχοι, ζορό όσοι ζορίζονται... (και με την ευκαιρία Βένετοι, γαλάζιοι, κόκκινοι και εμπριμέ στο πνεύμα των ημερών, πλιατσικολογούν επικοινωνιακά μέχρι να μας οδηγήσουν στην κάλπη... ). Καρνάβαλοι με κανιβαλικές διαθέσεις!
«Η ζωή είναι μεγάλη μη την κάνεις καρναβάλι»...έρχονται να αντιτάξουν οι Τρύπες.
Που να 'ναι άραγε... το χοντρό μπιζέλι που χορεύει τσιφτετέλι... λείπουν οι νεράιδες να τις στεφανώσεις με τον ιερό κισσό του Διόνυσου και κάπου μπέρδεψαν τους μηρούς τους τα παλικάρια, αναζητώντας διονυσιακές κραιπάλες, όταν με τόνικ και σουρωτή αραιώνουν το ακάθαρτο μίγμα...

Όμως « El va, el va, el Carneval, el va»! Το πανηγύρι τελειώνει
Και μετά;

Μετά... Επιστροφή στη ζωή που συμμετέχουμε... και δεν ζούμε. Τα μεγαλύτερα καρναβάλια κυκλοφορούν τις υπόλοιπες μέρες του έτους, επιδεικνύοντας τον ανύπαρκτο ψυχισμό τους, περιφερόμενα σε δεξιώσεις, συνεστιάσεις και ναρκισσευόμενα και μπουσουλώντας με κουνάμενους τους γοφούς. <Άνοιξε νυχτολούλουδο να δω την ομορφιά σου άμα δεν χάσω το μυαλό πως θα βρω την καρδιά σου> άδει ο Μάλαμας.

Σιγά μην αφεθείς για να το χάσεις... το ανύπαρκτο του ακατοίκητου, που έλεγε η Μαλβίνα... Φευγάτο σε υπολογισμούς από χρόνια είναι... Από τη σχολή που επιλέγεις (με κριτήριο την κονόμα), την «καριέρα σου», έως τη/τον γυναίκα/άνδρα που παντρεύεσαι με γνώμονα από τι δεν κινδυνεύω, το θα δώσω, θα πάρω, συν πλην και ό,τι μείνει στο σακί...

Και κάπου εκεί διαπιστώνεις ότι νοσούν οι αξίες σου, ξέχασες το γαλάζιο του ουρανού, τα δειλινά στο λιμάνι, τις Κυριακές στα κάστρα, τις ανεμώνες του Σέιχ Σου... συνηθίσαμε να προσπερνάμε αδιάφορα την ομορφιά της κάθε μέρας.
Πώς, όμως, να πλησιάσεις τον άλλον να επενδύσεις σε ψυχή όταν... αδυνατείς να ξεφύγεις από το εγώ σου, να ακούσεις, να νιώσεις, να αγγίξεις... Όλα πίσω από μια μάσκα; Ακόμη και το μεθύσι μπαίνει στο ελεγχόμενο... Ποιος πούστης μας έχει τρομάξει τόσο και κρυβόμαστε...

Ξεχάστηκαν οι φίλοι, να κάτσω απέναντι σου, να αραδιάσω τους φόβους μου, να κλάψω, να ανοιχτώ, να ξελαφρώσω. Επώδυνο το πέταγμα της μάσκας και το άνοιγμα ψυχής, γι' αυτό προτιμούνται οι ψυχροί ψυχαναλυτές. Όμως, στην αποσταγμένη καθημερινότητα που ντύνεσαι το θέμα είναι να διατηρείς την ισορροπία σου απομακρύνοντας τους κάθε λογής γιατρούς (ψυχιάτρους, ψυχο-λίγους, ψυχο-βγάλτες) και προκρίνοντας την prive νοσοκόμα σου...

Ο κάθε άνθρωπος κατά Κάφκα ρήση έχει τρεις μορφές, επιλέγει τρεις χαρακτήρες...
Αυτόν που μοστράρει / Αυτόν που πιστεύει ότι έχει / Αυτόν που είναι
... Αλλά κόλλησε η μάσκα και ο μασκαράς νομίζει ότι είναι ενσωματωμένο το προσωπείο.. Μέχρι να 'ρθει η ώρα να παίξει τον ρόλο που υποδύεται... Εκεί τέρμα η σάλτσα... αρχίζει η σάλσα, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
<Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς... > (Τρύπες)