Παρασκευή 25 Μαρτίου 2005

Ταξίδια του μυαλού και της ψυχής...

Θέλω να φύγω, να φύγω. Να πάρω παραμάσχαλα το κορμί μου να ταξιδέψω. Περιμένω τις «τρεις ημέρες». Όχι να τις ζήσω σαν να 'ταν οι τελευταίες, αλλά για να ξεφύγω.... από μένα. Συνειδητά να με ξεγελάσω. Θα κλειδώσω την πόρτα του σπιτιού και της καρδιάς μου. Ποιος είπε πως θα επιτρέψω να τη διαρρήξουν... Χρόνια την ασφαλίζω Και η απουσία με οχυρώνει... θα φύγω... με το πρώτο καράβι.

Οι δικοί μου άνθρωποι και εγώ ταξιδεύουμε πάντα στην πρύμνη, ποτέ στην πλώρη! Εκεί μας βρίσκει ο άνεμος... Για να κοιτάμε όσα εγκαταλείψαμε κι όχι όσα μας εγκατέλειψαν. Για να κοιτάμε απαξιωτικά τα απόνερα του πλοίου. Νιώθουμε δυνατοί εμπαίζοντας -εαυτούς και αλλήλους- για την πρόσκαιρη ευδαιμονία και πληρότητα.. Γιατί δεν θέλουμε πλέον να βλέπουμε το αύριο. Μας φοβίζει! Το χθες που ξέρουμε δεν μας επιφυλάσσει εκπλήξεις..
Ταξιδεύουμε από παλιά! Ακυβέρνητα και κόντρα στον άνεμο. Βουτιές στα γκρίζα νερά μας έκαναν ρεαλιστές. Μπουκιές γλυκιές μας έκαναν Δον Κιχώτες. Αυτά που μας κρατήσαν ξύπνιους, είναι τα όνειρα που κρύβουμε. Το ταξίδι, αυτό καθ' αυτό έγινε καταφύγιο και προορισμός!

Πάνω σ' ένα καράβι, μια κουκίδα στην περιπλάνηση στις γωνιές της ιστορίας που κανείς δεν θα γράψει, συντροφιά με την τύχη και την αγωνίας μας... μιας αγωνίας που μπροστά της η ψυχή δεν βρίσκει γωνιά να κρυφτεί ή να αναδειχθεί!

Όσο θα λείπω αυτή τη φορά δεν θα τηλεφωνήσω. Απογείωσα την αυταπάτη και την πήρα μαζί μου. Θα στείλω μια κενή καρτ ποστάλ για να πω όσα νιώθω. Αλλά εσείς θα καταλάβετε πως ήμουν εγώ γιατί πάντα καταλαβαίνετε, ακόμη κι όταν εγώ δεν τα καταφέρνω.
Θα επιστρέψω.... μόνο που θα είμαι καμένος από τον ήλιο. Γιατί αντί να αφεθώ στη φωτιά που καίει μέσα μας, σαν υποκατάστατο έμαθα να εκθέτω το κορμί στον ήλιο για να το ξεροκάψει. Στο ταξίδι πήρα μαζί μου μνήμες εικόνες και απουσίες Το μόνο που έφερα επιστρέφοντας είναι ένα γυαλιστερό μαύρο πετραδάκι που βρήκα στη θάλασσα.

Το μυαλό μου θα είναι ακόμη στο καράβι και στον αέρα. Εκείνον τον θαλασσινό, τον αλμυρό που με αποκοίμισε. Ύστερα θα πέσω με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεχάσω όσα δεν είδαν οι γλάροι που πήραν κατόπι το πλοίο μου. Και θα κρατηθώ μέχρι να μπω πάλι στο σπίτι μου. Εκεί μπορώ, χωρίς να με βλέπει κανείς να κουλουριαστώ στο κρεβάτι μου και να δακρύσω μόνος. Για όλα τα ταξίδια που πέρασαν και με άφησαν ίδιο, ίδιο και απαράλλακτο! Μόνο λίγο πιο μόνο και λίγο πιο πελαγωμένο, να ζω ελεύθερος με το μυαλό σ' ένα κελί ταπετσαρία
Άραγε επειδή δεν ταξιδεύουμε μας αρέσουν τόσο τα ταξίδια;

«Κι όταν κοπάσει ο άνεμος κι όταν φύγουν τα καράβια, ποια ρότα θα βάλω στο κορμί μου;» (Μ. Καραγάτση, «Το χαμένο νησί»)