Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

«να είμαι ελεύθερος ή να ζω με την αυταπάτη της ελευθερίας»

(Ατελείς σκέψεις)
------------------------------------------------------------------------------------
Μια καλή φίλη πέρασε 15 χρόνια αναμονής με τη δικαιολογία του εραστή ότι περιμένει να ενηλικιωθούν τα παιδιά για να χωρίσει τη νόμιμη και να αποκτήσει την ελευθερία του για να ζήσει μαζί της. Πολλές φορές έχω ακούσει από άνδρες να λένε ότι ¨θυσιάζουν¨ την ελευθερία τους για χάρη των παιδιών.

Το όνειρο να ανοίξεις τη πόρτα και να βροντοφωνάξεις ¨είμαι ελεύθερος να κάνω αυτά που θέλω¨ έχει μπουρδουκλωθεί μέσα στο κυκεώνα μιας πραγματικότητας που οπτικοποιείται σαν ένα κατοικίδιο που κάποιος έχει προγραμματίσει πότε θα φάει, θα πιει, θα αφοδεύσει. Αφήστε ένα πουλί να φύγει από το κλουβί του, είναι σίγουρο πως αν δεν επιστρέψει πριν κλείσει η πόρτα, θα το φάει η γάτα. Παρομοίως όσοι θεωρούνται ¨ελεύθερα άτομα¨ στη πραγματικότητα είναι δέσμιοι μιας κατάστασης.

Πριν λίγα χρόνια ένας γείτονας μόλις βγήκε στη σύνταξη, γέρασε απότομα μέσα σε λίγους μήνες, πέφτοντας στη γνωστή μελαγχολία των απόμαχων. Ξέρω ανθρώπους που κρύβονται πίσω από μια δουλειά, μία σχέση, ένα σκοπό, τις σπουδές τους και άλλους που οχυρώνονται πίσω από έναν τίτλο, σινεφίλ, βιβλιόφιλοι, χαιφιντελίστες, στρατιωτικοί, πανεπιστημιακοί, πατριώτες, ντόπιοι, κομπιουτεράδες, έμποροι, καλλιτέχνες, μοντέλες. Ψευδεπίγραφες καταστάσεις που γίνονται ρυθμιστές του βίου. Ο μουσικός αναπνέει μέσα από τις νότες του παρέα με ομοϊδεάτες, ο εικαστικός ζει από τις εικόνες που τον αιχμαλωτίζουν. Και όσο περισσότερο οικοδομείς και ανυψώνεις μια κατάσταση, τόσο πιο πολύ βυθίζεσαι στη συμπλεγματική διαδρομή της.

Η κοινωνία παρέχει ένα φαινομενικά ελεύθερο περιβάλλον διακίνησης ιδεών κάτω από μία απλοϊκή αλλά τσιμεντένια λογική. Πίστη και υποταγή στους κανόνες, τους νόμους, στη θρησκεία, στην ηθική της εποχής. Αποφάσεις στο όνομα μιας ελευθερίας ξένης με τα ήθη και έθιμα μιας κοινωνίας μοιάζουν να είναι ακραίες.

Αυτά σκεφτόμουν παρακολουθώντας την κοπέλα στο απέναντι τραπέζι που έγραφε μανιωδώς στο λάπτοπ ένα πρωινό στη Μανάμα στο lobby ενός ξενοδοχείου του Μπαχρέιν. Η αναχρονιστική μπούρκα που φορούσε και έκρυβε όλο το πρόσωπο της, ερχόταν σε ευθεία αντιδιαστολή με τον υπερσύγχρονο φορητό υπολογιστή.

Η απλή επιλογή ενδυμασίας, τίτλου, θρησκείας μπορεί να είναι μοιραία όταν η πλειοψηφία έχει αντιρρήσεις. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο δυσβάσταχτο μπορεί να γίνει το βάρος της προτεινόμενης ελευθερίας για κάποιον υπό δεδομένες συνθήκες. Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση όταν η ελευθερία συγκρούεται ευθέως με την αποδοχή της κοινωνικά ευπρεπισμένης μάζας; Αν θυμηθούμε το σχετικά ανώδυνο θέμα της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες ή στη θύελλα που ξεσηκώνεται κάθε φορά που τίθεται θέμα χωρισμού κράτους-εκκλησίας, θα μελαγχολήσουμε.

Και ναι μεν κάθε πλασματικός κόσμος αφού δομήθηκε για να αντικαταστήσει αυτόν που μας έχει κάτσει σαν πέτρα στο στομάχι, σίγουρα παρέχει καλύτερες συνθήκες, έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα, μάχεται τον εαυτό του (θέλει να γίνει πραγματικότητα). Ονειρεύεται να απελευθερωθεί, αλλά γίνεται πολλαπλά καταραμένος, όπως οτιδήποτε διασαλεύει την υπάρχουσα τάξη. ¨Οσες ¨επικίνδυνες¨ σκέψεις και επιθυμίες εξωτερικεύονται δημόσια, διώκονται. To “An Englishman’ s house is his castle” αντιπροσωπεύει μεταφορικά μια ολόκληρη νοοτροπία αυταπάτης ελευθερίας.

Θα μπορούσε βέβαια όποιος έχει υφάνει το δικό του σύμπαν τρομαγμένος από όσα θα έχει να αντιμετωπίσει ¨έξω¨, να παραμείνει εκεί ¨για πάντα¨, εγκλωβισμένος στα σκοτάδια σαν παράνομος δεσμός. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι κι αυτό το ¨για πάντα¨ θα πρέπει να τρέφεται σε τακτά διαστήματα. Και φθάνει κάποια στιγμή που δεν έχεις άλλα να του δώσεις. Τότε τον μικρόκοσμο σου, αυτόν που μέσα του επιβιώνεις απολαμβάνοντας την αυταπάτη μιας προσωπικής ελευθερίας, τον ταΐζεις με τα ίδια τα σωθικά σου.
(Καμιά ¨αμαρτία¨ δε βλάπτει τόσο όσο η ίδια μας η ¨ηθική¨).