Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Αν ήταν στη φύση του ανθρώπου να αγαπά τον διπλανό του δεν θα υπήρχε λόγος να δοθεί η Βιβλική εντολή «αγάπα τον πλησίον σου»

Πότε έπαψε να με νοιάζει,
ποια ήταν η μέρα που έγινα απαθής τηλεθεατής,
πότε ακριβώς νέκρωσαν οι αισθήσεις μου
και κατάντησα παρακολουθητής των γεγονότων,
δεν ξέρω...
Φωτιές, νεκροί, μια πρωτοφανής έλλειψη ικανότητας και αδυναμίας του κράτους να προστατέψει τους πολίτες και την ίδια τη χώρα. Κραυγές αγωνίας από παντού. Μηχανικά έπιασα τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει, «..είναι κρίμα, γιατί τόσες ανθρώπινες ζωές». Αλλά η λέξη κρίμα δεν είχε βάθος, δεν είχε δάκρυ, παρά μόνο μια άνευρη συμπόνια που επέβαλε η λογική. Η λογική που σε μαθαίνει να συμπεριφέρεσαι κόσμια και να αντιλαμβάνεσαι χονδροειδέστατα τα γεγονότα. Το σαβουάρ βιβρ επιβάλει να δείξεις ότι σε νοιάζει.

Γιατί κατάντησα έτσι;
Το εύκολο είναι να πω ότι φταίει η βία που σερβίρεται καθημερινά, τα ΜΜΕ που έφτασαν μέχρι και να μεταδώσουν τηλεοπτικά έναν πόλεμο, η Τεχεράνη που καίγανε οι βόμβες, η ζωή η ίδια που έγινε τηλεοπτική σειρά και τα σήριαλ που έγιναν ζωή. Αποστεωμένα παιδάκια, αρρώστιες, βιβλικές καταστροφές εικόνες φρίκης, βασανιστήρια που στην αρχή σοκάρανε κατάντησα να τα αντιμετωπίζω παθητικά αδιάφορα με ασπίδα ένα θηριώδη παχυδερμισμό, ψελλίζοντας και πάλι …πόσα άδικο και κρίμα είναι.

Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όσοι ναζί επρόκειτο να προαχθούν στα ανώτερα κλιμάκια αναλάμβαναν ένα μικρό γατάκι, να το ταΐζουν και να παίζουν μαζί του. Και ύστερα από ένα χρονικό διάστημα οι ανώτεροι απαιτούσαν από αυτόν που φρόντιζε το ζωάκι να του βγάλει τα μάτια…. Πόσο δύσκολο είναι να απαλλαγούμε από τον έσωθεν πρωτογονισμό μας;

Μήπως αυτή είναι η ανθρώπινη φύση;
Τι ακριβώς σημαίνει συμπονώ, με νοιάζει, υποφέρω; Τι έκανε ο ναζί που μεγάλωνε το γατί του και τι αυτός που δήλωσε συντετριμμένος από τις πυρκαγιές; Δεν είχε κέφι να φάει το βράδυ, να πηδήξει, να γελάσει; Περιφερόμενος στη πόλη, τη μέρα του Εθνικού πένθους και παρατηρώντας τα φουλαριστά μαγαζιά, τα χαριεντίσματα και την ιλαρότητα, κατέληξα στο συμέρασμα ότι όλοι όσοι λένε ότι κόπτονται, μάλλον πρέπει να πενθούνε ιδιωτικά, όταν επιστρέφουν στο σπίτι. Κανένα μαγαζί δεν έκλεισε από έλλειψη πελατείας, όλοι μαζί σε καφε μπαρ ταβέρνες και μπουζουκομάγαζα… πνίγανε το πόνο τους. (ταράχτηκαν και οι ταξιδιώτες που ομαδικά φεύγανε από τις φωτιές για να μη χαλάσουν τις διακοπές του!)

Ποιοι είναι οι ευαίσθητοι;
Αυτοί που σαν ύαινες οσφραίνονται αίμα και τρέχουν να αποκομίσουν οφέλη από την καταστροφή; Τα ερπετά που βρίσκουν ευκαιρία να εξιλεωθούν και να αναδείξουν την ¨ανθρώπινη¨ πλευρά τους μέσω χορηγιών, δωρεών και τηλεμαραθώνιους αγάπης;

«Σκατά στα μούτρα τους», θα έλεγε η γιαγιά μου αν ζούσε.
«Να σε κάψω Γιάννη μου, να σ αλείψω λάδι». Τζαμπαντάν προβολή.
Όποιος είναι μάγκας, όποιος βοηθάει, δεν το βροντοφωνάζει!

Θυμάμαι μια RD, σμπαράλια,
πεσμένη στην Εθνική και αυτοκίνητα να κόβουν ταχύτητα,
να βλέπουν το θέαμα και μετά να πατάνε γκάζι. Πέρασαν 20 λεπτά και πάνω από 100 γιωταχι μέχρι να σταματήσει κάποιος στα απεγνωσμένα σήματα που κάναμε, κάποιος που δεν τον ένοιαζε να λερώσει το πίσω κάθισμα από τα αίματα, ούτε για τον εργασιακό χρόνο που θα έχανε προκειμένου να μεταφερθεί το παλικάρι στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Ο κύριος Θάνος καλή του ώρα, όπου και να βρίσκεται. Σήμερα αναλογικά οι υπόλοιποι 99 θα πενθούσαν (φυσικά) για τη δυστυχία που βρήκε αυτούς που κάηκαν.

Τρέμω μήπως κάποια καταραμένη ώρα,
αποκτώντας ανάλογες δημόσιες ευαισθησίες,
μου γυρίσει η βίδα και προσπεράσω (σοκαρισμένος βέβαια)
κάποιον που θα βουτάει στο αίμα του.